■ Στο τραπέζι η επικύρωση της Συνθήκης για το Δίκαιο της θάλασσας από τις ΗΠΑ.
■ Αυτοί που αντιμάχονται τη Συνθήκη υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ θα απολέσουν μέρος της εθνικής κυριαρχίας με την υπαγωγή σε διεθνές νομικό πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων σε θάλασσες και ωκεανούς.
■ Σε περίπτωση που οι ΗΠΑ επικυρώσουν τη Συνθήκη, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αρνηθούν για την Ελλάδα όλα όσα οι ίδιες θα διεκδικούν βάσει των ίδιων διατάξεων...
Την περασμένη εβδομάδα στο αμερικανικό Κογκρέσο ξεκίνησε μια από τις δυσκολότερες πολιτικές, αναμετρήσεις ανάμεσα στην κυβέρνηση Ομπάμα και στους ακραίους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους γερουσιαστές, η έκβαση της οποίας ενδιαφέρει άμεσα την Ελλάδα καθώς αφορά στην προσπάθεια επικύρωσης από τις ΗΠΑ της...Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας. Πρόκειται για τη Συνθήκη την οποία δεν έχει αποδεχτεί ούτε η Τουρκία, προκειμένου να μην αποδεχτεί το Δίκαιο της Θάλασσας ως βάση για την επίλυση των προβλημάτων τόσο με την Ελλάδα στο Αιγαίο όσο και με τα προβλήματα οριοθέτησης που αναφύονται τώρα στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Συνθήκη, η οποία συνομολογήθηκε πριν από τριάντα χρόνια το 1982, στο Μοντένγκο Μπέι και τέθηκε σε ισχύ το 1994, έχει επικυρωθεί μέχρι στιγμής από εκατόν εξήντα μία χώρες με τις ΗΠΑ να είναι η μόνη μεγάλη δύναμη που ακόμη δεν την έχει επικυρώσει. Κατά τη διάρκεια των τριάντα αυτών ετών είναι η τρίτη μεγάλη προσπάθεια που καταβάλλεται για έγκρισή της στις ΗΠΑ, καθώς οι προηγούμενες απόπειρες από τον Τζορτζ Μπους και τον Μπιλ Κλίντον είχαν αποτύχει. Ο Μπάρακ Ομπάμα επιλέγει λίγους μήνες πριν από τη λήξη της θητείας του να κάνει μια ακόμη προσπάθεια η οποία ωστόσο, όπως όλα δείχνουν, θα ολοκληρωθεί μετά τις προεδρικές εκλογές του φθινοπώρου.
Η υπόθεση της επικύρωσης της Συνθήκης από τις ΗΠΑ έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, καθώς αποκαλύπτει τη σύγκρουση δύο διαφορετικών αντιλήψεων και στρατηγικών για το διεθνή ρόλο των ΗΠΑ και τον αγώνα μεταξύ των πιο φιλελεύθερων δυνάμεων, που πιστεύουν στην ανάπτυξη του παγκόσμιου ρόλου στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας, και εκείνων που θεωρούν ότι μπορεί ο ρόλος αυτός να εξασφαλιστεί αποκλειστικά και μόνο από την οικονομική ισχύ και τη στρατιωτική υπεροπλία.
Παιχνίδι συμφερόντων
Την περασμένη εβδομάδα, σε μια από τις σπάνιες περιπτώσεις τέτοιας κοινής εμφάνισης, προσήλθαν και απευθύνθηκαν στη Γερουσία η Αμερικανίδα υπουργός Εξωτερικών, Χίλαρι Κλίντον, ο υπουργός Άμυνας Λέον Πανέτα και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατού των ΗΠΑ, στρατηγός Μάρτιν Ντέμπσεϊ, προκειμένου να υποστηρίξουν την ανάγκη άμεσης επικύρωσης της Συνθήκης, ώστε να προστατευτούν τα στρατηγικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Στο πλευρό της κυβέρνησης Ομπάμα βρίσκονται μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα των ΗΠΑ, κυρίως των εταιρειών έρευνας, εξόρυξης και εκμετάλλευσης υπερπόντιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.
Τα κίνητρα της αμερικανικής κυβέρνησης δεν είναι φυσικά μόνο «ιδεολογικά». Όπως εξήγησε η κυρία Κλίντον στη Γερουσία, οι αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρείες έχουν πλέον τη δυνατότητα να «ερευνήσουν και περιοχές πέραν της υφαλοκρηπίδας, περιοχές που φτάνουν μιάμιση φορά την έκταση του Τέξας και είναι πλούσιες σε πήγες ενέργειας». Οι αμερικανικές εταιρείες, όμως. απαιτούν από την κυβέρνηση τους να προσφέρει νομική ασφάλεια για ένα τέτοιο έργο, που απαιτεί επενδύσεις δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Ο υπουργός Άμυνας, Πανέτα εξήγησε τα πλεονεκτήματα που προσφέρει στις ΗΠΑ η επικύρωση της Συνθήκης, καθώς η χώρα έχει τη δεύτερη μεγαλύτερη ακτογραμμή και τη μεγαλύτερη υφαλοκρηπίδα από κάθε άλλη στον κόσμο.
Ωστόσο, πίσω από τη σπουδή της κυβέρνησης των ΗΠΑ να προωθήσει τώρα για επικύρωση τη Συνθήκη κρύβεται η αγωνία τους να μην εκτοπιστούν από τον αγώνα δρόμου που έχει ξεκινήσει μεταξύ χωρών όπως η Ρωσία και η Νορβηγία για τη διεκδίκηση βάσει του Δικαίου της Θάλασσας δικαιωμάτων έρευνας και εξόρυξης υδρογονανθράκων σε τμήματα της Αρκτικής, όπου η σταδιακή τήξη των πάγων καθιστά πλέον δυνατή την εκμετάλλευσή τους.
Και σε διπλωματικό πεδίο, όμως οι ΗΠΑ έχουν λόγους να επιδιώκουν προσχώρηση στη Συνθήκη, καθώς αυτό θα επέτρεπε την ανάμειξή τους στην κρίση της Θάλασσας της Νότιας Κίνας για την αντιμετώπιση των υπερβολικών διεκδικήσεων του Πεκίνου αλλά και στη διαμάχη με το Ιράν για τα Στενά του Ορμούζ, κάτι που τώρα δεν νομιμοποιούνται να πράξουν, καθώς δεν έχουν αποδεχτεί τις ρυθμίσεις του Δικαίου της Θάλασσας.
Επίδειξη ισχύος
Και το Πεντάγωνο, όμως επιθυμεί διακαώς την επικύρωση της Συνθήκης θεωρώντας ότι έτσι θα ενισχυθούν η ισχύς και η αποτελεσματικότητα του αμερικανικού Πολεμικού Ναυτικού, καθώς θα εξασφαλίζει δικαιώματα ναυσιπλοΐας -διέλευση από διεθνή στενά και αβλαβή διέλευση από χωρικά ύδατα άλλων χωρών-, αλλά και δικαιώματα χρήσης στρατιωτικής ισχύος όπου και όταν προκύπτει τέτοια ανάγκη, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της Συνθήκης.
Οι αντιδράσεις στην επικύρωση της Συνθήκης προέρχονται από τμήμα των Ρεπουμπλικάνων και κυρίως από το υπερσυντηρητικό Tea Party. Αυτοί που αντιμάχονται τη Συνθήκη υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ θα απολέσουν τεράστια έσοδα, τα οποία θα κατευθύνονται σε διεθνείς οργανισμούς για την προστασία του περιβάλλοντος, ανοίγοντας το δρόμο για την εφαρμογή της Συνθήκης του Κιότο - αποτελεί «κόκκινο πανί» για τους συντηρητικούς Ρεπουμπλικάνους. Κυρίως, όμως, υποστηρίζουν ότι η υπαγωγή σε διεθνές νομικό πλαίσιο της άσκησης των δικαιωμάτων των ΗΠΑ στις θάλασσες και τους ωκεανούς και, μάλιστα στο πλαίσιο του ΟΗΕ, όπου συμμετέχουν ισότιμα όλες οι χώρες του κόσμου οδηγεί σε απώλεια εθνικής κυριαρχίας για τις ΗΠΑ. Έξαλλου, δεν είναι τυχαίο ότι όλα αυτά τα χρόνια βάφτισαν συμβολικά τη Συνθήκη «LOST*, από τα αρχικά των λέξεων Law of the Sea Treaty.
Το ενδεχόμενο επικύρωσης της Συνθήκης για το Δίκαιο της Θάλασσας και από τις ΗΠΑ έχει αυτονόητη σημασία για την Ελλάδα. Η στρατηγική επιλογή της χώρας μας για την αντιμετώπιση της αναθεωρητικής και διεκδικητικής πολιτικής της Τουρκίας ήταν η υιοθέτηση της Συνθήκης και η πρόσκληση προς την Τουρκία για οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών και επίλυση όλων των «εκκρεμουσών» διαφορών βάσει των ρυθμίσεων της Συνθήκης. Το δικαίωμα επέκτασης των χωρικών υδάτων της Ελλάδος στα 12 ναυτικά μίλια η αρχή της μέσης γραμμής στην οριοθέτηση θαλάσσιων ζωνών, η αναγνώριση στα νησιά πλήρους επήρειας σε θαλάσσιες ζώνες, η αναγνώριση δικαιωμάτων ακόμη και σε βραχονησίδες που φιλοξενούν στοιχειώδη οικονομική δραστηριότητα η νέα επιστημονική αντίληψη για την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ -που ξεφεύγει από τη στενή γεωγραφική αντίληψη- είναι κρίσιμα στοιχεία της ελληνικής εθνικής πολιτικής, που στο σύνολό τους στηρίζονται στη Συνθήκη του Δικαίου της θάλασσας, την οποία δεν έχει αποδεχθεί η Τουρκία.
Το γεγονός ότι και οι ΗΠΑ δεν έχουν επικυρώσει τη Συνθήκη προκαλεί πολλά προβλήματα στην ελληνική εξωτερική πολιτική, καθώς υπάρχει διστακτικότητα στη σαφή αναγνώριση της ορθότητας των ελληνικών θέσεων από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ, κάτι που υποχρεωτικά οδηγούσε σε πολιτική Πόντιου Πιλάτου. Εάν οι ΗΠΑ τελικά την επικυρώσουν, θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο να αρνηθούν για την Ελλάδα όλα όσα οι ίδιες θα διεκδικούν βάσει των ίδιων διατάξεων μιας Συνθήκης στην οποία και οι δύο χώρες θα είναι συμβαλλόμενα μέρη. Εξάλλου, εάν καταπέσει και το τελευταίο μεγάλο «οχυρό» των αντιπάλων της Συνθήκης, όπως είναι ΗΠΑ, τότε δύσκολα χώρες όπως η Τουρκία το Ιράν, η Βόρεια Κορέα ο Νίγηρας, το Ισραήλ κ.α θα μπορέσουν να συνεχίσουν να την αμφισβητούν χωρίς τον κίνδυνο απομόνωσης και περιθωριοποίησης τους από τη διεθνή κοινότητα - τουλάχιστον σε ότι αφορά στο Δίκαιο της Θάλασσας.
ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΜΕΛΕΤΗ
(π. ΕΠΙΚΑΙΡΑ/31-5-2012)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.