• Η Αθήνα είχε επιλέξει, από τις αρχές του 2010, να υποβαθμίσει τις διμερείς επαφές και διαβουλεύσεις με τα Τίρανα στο επίπεδο του υπηρεσιακού Γενικού Γραμματέα. Οι υπηρεσιακές διαβουλεύσεις, στο επίπεδο αυτό, είναι συνηθισμένες μεταξύ των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αφού οι υπουργοί τους συναντώνται τακτικά), αλλά, ειδικά στα Βαλκάνια, μόνο σαν έλλειψη ενδιαφέροντος ή δυσθυμίας μπορούν να χαρακτηρισθούν. Δεν δρομολογούν λύσεις και δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο, όταν οι εκκρεμότητες απαιτούν πολιτική ευθύνη και απόφαση.
Η ελληνική πλευρά εκτιμά ότι, με τον τρόπο αυτό, αντιδρά στην υπαναχώρηση της Αλβανίας από την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων Ζωνών , καθώς και σε ενοχλητικές εκδηλώσεις παρατάξεων που σχετίζονται με τους λεγόμενους Τσάμηδες. Στην πραγματικότητα η απουσία...
ολοκληρωμένου σχεδίου δεν είναι κάτι που ανησυχεί η προβληματίζει την Αλβανία.
ολοκληρωμένου σχεδίου δεν είναι κάτι που ανησυχεί η προβληματίζει την Αλβανία.
Γιατί; Η απάντηση είναι απλή: διότι η αλβανική πλευρά (κυβέρνηση και αντιπολίτευση) θεωρούν ότι η σημερινή Ελλάδα είναι αδύναμη και αμήχανη καθώς, κατά τα Τίρανα, δεν έχει τη βούληση και τη δυνατότητα να προχωρήσει στην αντιμετώπιση ορισμένων θεμάτων.
Στην πραγματικότητα, στις σχέσεις μας δεν επικρατεί η λογική. Επικρατεί η λογική των δημοσίων δηλώσεων και των παρερμηνειών. Επικρατεί ένας αναχρονισμός. Η ειδικότητα που άμεσα απαιτείται για την ακριβή διάγνωση των σχέσεων των δυο χωρών είναι αυτή του ψυχαναλυτή και όχι του διπλωμάτη. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η διπλωματία δεν είναι επίσης μια κατεξοχήν άσκηση ψυχολογίας. Δεν πρέπει επίσης να υποτιμηθεί η σημασία και η εμβέλεια επεμβάσεων και παρεμβάσεων στις σχέσεις των Αθηνών με τον αλβανικό παράγοντα τρίτων χώρων όπως της Σερβίας, της Τουρκίας και της Ιταλίας. Αφανώς και εμφανώς.
Τόσο τα Τίρανα όσο και η Αθήνα «βολεύονται», μάλλον, από τη σημερινή κατάσταση, αλλά η παράτασή της δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Ελλάδος, ενώ αποδυναμώνει, συνεχώς, και το γενικότερο ρόλο που φιλοδοξεί να παίξει. Η στασιμότητα που επικρατεί, σήμερα, στις σχέσεις της Ελλάδας με την Αλβανία σε συνδυασμό με την εκκρεμότητα της αναγνώρισης της Δημοκρατίας του Κοσσόβου, μπορούν να αποτελέσουν τη ραχοκοκαλιά μιας συνολικής πολιτικής μας στις σχέσεις με τους Αλβανούς γείτονες; Τρεις είναι οι αναγκαίες αρχές (ταυτόχρονα και προτεραιότητες) για την ελληνική πολιτική:
Πρώτον, να διευθετηθούν οριστικά οι εκκρεμότητες με την Αλβανία στο πλαίσιο μιας διαδικασίας αναγνώρισης του Κοσσόβου.
Δεύτερον, να χαραχθεί μια ολιστική προσέγγιση της Ελλάδας με τους Αλβανούς στις τρεις γειτονικές μας χώρες (την Αλβανία, την ΠΓΔΜ και το Κόσσοβο).
Τρίτον, η Ελλάδα να εξασφαλίσει, μέσω αυτής της διαδικασίας, ικανοποιητική λύση στα θέματα που την ενδιαφέρουν και την απασχολούν.
Το σημαντικότερο χαρτί που έχει σήμερα η Ελλάδα στα χεριά της, όχι όμως επ' άπειρον, είναι η αναγνώριση της Δημοκρατίας του Κοσσόβου από τη χώρα μας. Η προτεινόμενη πλατφόρμα περιλαμβάνει και τα ακόλουθα:
Έναρξη πολιτικού διαλόγου μεταξύ Αθηνών και Πρίστινας με στόχο την εκπόνηση αμοιβαία αποδεκτού κειμένου το οποίο θα έχει τη μορφή Συμφωνίας ή Σύμφωνου. Στη συνέχεια, θα υποβληθεί προς κύρωση στην Βουλή των Ελλήνων και την αντίστοιχη Βουλή του Κοσσόβου.
Εξασφάλιση των συμφερόντων της Ελλάδος σε σχέση με το σύνολο του αλβανικού παράγοντα στις γειτονικές με την Ελλάδα χώρες.
Εγκατάλειψη, στην πράξη και όχι στα λόγια, από την Αλβανία και ορισμένες Αλβανικές ομάδες και οργανώσεις ενοχλητικών για την Ελλάδα ζητημάτων που τίθενται μάλιστα με ασυνήθιστη ένταση και τροφοδοτούν, αρνητικά, την κοινή γνώμη.
Αλλαγή στάσης των αλβανικών ΜΜΕ και της ρητορικής ορισμένων Αλβανών πολιτικών κατά της Ελλάδος.
Ζητήματα που αφορούν στην ελληνική εθνική μειονότητα στην Αλβανία.
Άρση της εκκρεμότητας για την κύρωση της Συμφωνίας για την Οριοθέτηση της Υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων Ζωνών.
Νομοθετική ρύθμιση από την Ελλάδα της άρσης της «Εμπόλεμης Κατάστασης» με την Αλβανία. Πρόκειται για μια εκκρεμότητα που θα μπορούσε να συνδυασθεί με την τροποποίηση ενός άρθρου της Συμφωνίας για την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, ώστε, με την κύρωση της από τα κοινοβούλια της Ελλάδας και της Αλβανίας, να αίρεται κάθε παρερμηνεία σε σχέση με τα χερσαία και θαλάσσια σύνορα μεταξύ των δυο συμμαχικών χωρών.
Είναι αυτονόητο ότι, μέσα από τη διαδικασία αυτή, η Ελλάδα θα φροντίσει να προστατεύει και να εξασφαλίσει τα συμφέροντα της. Ο θεμελιώδης κανόνας της διαπραγμάτευσης αυτής θα είναι «τίποτε δεν θεωρείται συμφωνημένο, αν δεν υπάρξει γενική συμφωνία» ή «δεν υπάρχει μερική συμφωνία, χωρίς συνολική συμφωνία».
Η αναπόφευκτη, «αύριο», αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσσόβου από την Ελλάδα πρέπει να αποτελέσει μια διαδικασία, που θα ξεκινήσει σήμερα. Δεν είναι κάτι που θα συμβεί με αυτοματισμούς. Επίσης, καλόν είναι η Ελλάδα να δει λίγο και τα δικά της συμφέροντα εκτός του πλαισίου που ορίζει (ή μας λέγει ότι ορίζει) το Βελιγράδι. Η Σερβία είναι σε θέση -και το πράττει ήδη πίσω από τις κλειστές πόρτες στις Βρυξέλλες-να προασπίσει και να προωθήσει τα δικά της συμφέροντα σε σχέση με την Αλβανία και το Κόσσοβο. Καλές οι διαχρονικά ετεροβαρείς φίλιες, αλλά προτιμότερη η διασφάλιση των συμφερόντων μας.
Η Ελλάδα δεν έχει πει ότι δεν θα αναγνωρίσει ποτέ την ανεξαρτησία του Κοσσόβου. Το Κόσσοβο είναι ανεξάρτητο κράτος και αυτό δεν αλλάζει. Όλοι γνωρίζουμε ότι το κράτος του Κοσσόβου υπάρχει και θα υπάρχει. Αυτό το γνωρίζει η Ελλάδα, το γνωρίζουν και άλλοι. Το γνωρίζει και η Σερβία.
Είναι βέβαιο ότι ανασταλτικό ρολό στην ελληνική πολιτική και στην τόνωση της αρνητικής προδιάθεσης της ελληνικής κοινής γνώμης έχουν παίξει, τα τελευταία χρόνια, οι θέσεις των αλβανικών μέσων ενημέρωσης στα Τίρανα. Δεν βοηθούν την αναγκαία στήριξη μιας προσέγγισης της Ελλάδας με την Πρίστινα ούτε και στην αναγνώριση του Κοσσόβου. Όπως καθόλου δεν βοηθούν επίσης δηλώσεις και πράξης ορισμένων Αλβανών πολιτικών και συγκεκριμένων ομάδων.
Σημειώνω ότι το Ελληνο-Αλβανικό Σύμφωνο Φιλίας, Συνεργασίας, Καλής Γειτονίας και Ασφάλειας, που υπεγράφη στις 21 Μαρτίου 1996, στα Τίρανα και τέθηκε σε ισχύ στις 9 Μαρτίου 1998, έχει εικοσαετή διάρκεια και συνεπώς, καταληκτική ημερομηνία. Σύμφωνα με το Άρθρο 20 παρ.2 ,η ισχύς του ανανεώνεται αυτόματα για μια νέα πενταετία, εκτός εάν ένα από τα συμβαλλόμενα μέρη γνωστοποιήσει, γραπτώς, στο άλλο την απόφαση του να τη καταγγείλει, ένα τουλάχιστον χρόνο πριν από οι λήξη της αντίστοιχης περιόδου. Καλόν θα ήταν τόσο η Ελλάδα, όσο και η Αλβανία, να επαναλάβουν τις διμερείς διαβουλεύσεις επί τη βάσει του Άρθρου 17, που είχαν δρομολογηθεί τον Σεπτέμβριο του 2004, ώστε να μη βρεθούν ενώπιον αναπάντεχων εκπλήξεων.
Τις απόψεις μου αυτές έχω ήδη εκθέσει, πριν από ένα χρόνο, οε σύσκεψη της πολιτικής και υπηρεσιακής ηγεσίας του υπουργείου Εξωτερικών και, επίσης, με διαφορετική μορφή, σε άρθρα μου στην «Α&Δ», στο ηλεκτρονικό περιοδικό «Μεταρρύθμιση» και στις εφημερίδες Κοha Νtitore Πρίστινας και Gkazeta Skipitare Τιράνων.
Του πρέσβη ε.τ. Αλέξανδρου Μαλλιά, ειδικού σύμβουλου του ΕΛΙΑΜΕΠ
(ΑΜΥΝΑ ΚΑΙ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ-05/4/2012)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.