• Εκτιμήσεις για απώλεια δύο μονάδων.
• Η δυσφορία για τους χειρισμούς στο θέμα της Εκκλησίας αλληλο-τροφοδοτείται με εκείνη για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Την ημέρα που ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο Αρχιεπίσκοπος της Ελλαδικής Εκκλησίας Ιερώνυμος ανακοίνωσαν το σχέδιο συμφωνίας για τις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας, στο Μαξίμου πανηγύριζαν. Σύμφωνα με πληροφορίες, θεωρούσαν ότι είχαν επιτύχει μ’ έναν σμπάρο τρία τρυγόνια: Πρώτον, ικανοποιούσαν την απαίτηση του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ», αλλά και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, για κάποιου είδους διαχωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία και μάλιστα με τη συναίνεση του Αρχιεπισκόπου. Δεύτερον, με τη ρύθμιση για τους ιερείς απελευθέρωναν περίπου 10.000 θέσεις στο Δημόσιο, τις οποίες θα κάλυπταν με διορισμούς κυρίως στον τομέα της Υγείας και της Εκπαίδευσης, όπως είχε σπεύσει να δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Τρίτον, την εταιρεία ειδικού σκοπού για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας που βρίσκεται στον πάγο η κυβέρνηση θα μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει για την παροχή εγγυήσεων στη διαδικασία πώλησης των κόκκινων δανείων του τραπεζικού συστήματος.
Οι έντονες αντιδράσεις των ιερέων, αλλά και πολλών μητροπολιτών, υποχρέωσαν τον Αρχιεπίσκοπο να ανακρούσει πρύμναν. Το σχέδιο συμφωνίας βρίσκεται πλέον στον αέρα και η δήλωση της κυβέρνησης ότι θα προχωρήσει μονομερώς σε νομοθετική ρύθμιση είναι αμφίβολο αν τελικά» θα πραγματοποιηθεί.
Λόγω κεκτημένης ταχύτητας, το Μαξίμου θεωρούσε ότι η συντριπτική πλειονότητα των ιερέων δεν ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ και ως εκ τούτου δεν θα είχαν εκλογικές απώλειες από το γεγονός ότι οι ιερείς θα έχαναν την ιδιότητα του sui generis δημοσίου υπαλλήλου. Αυτό πράγματι ίσχυε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε 3%-4%. Όταν για τους γνωστούς λόγους το εκλογικό ποσοστό του εκτοξεύτηκε στο 36%, είναι σαφές ότι ψηφίστηκε και από πολίτες οι οποίοι δεν συμμερίζονται τις ιδεολογικές αντιλήψεις της Κουμουνδούρου. Μεταξύ αυτών ήταν και ιερείς.
Δεν είναι αυτό, ωστόσο, το σημαντικό. Χρειάστηκε να λάβουν μηνύματα για να συνειδητοποιήσουν το προφανές: Ναι μεν η μεγάλη πλειονότητα των ιερέων είναι συντηρητικοί, αλλά κατά κανόνα κρατούσαν αποστάσεις από την πολιτική-εκλογική αντιπαράθεση. Έτσι όπως εξελίχθηκαν, όμως, τα πράγματα, όλοι σχεδόν οι ιερείς έχουν ζωτικό συμφέρον να στραφούν μαχητικά εναντίον του κυβερνώντος κόμματος.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα προσπαθήσουν να επηρεάσουν τους ενορίτες ή τουλάχιστον τον κύκλο που διατηρεί στενή σχέση με την Εκκλησία. Είναι κοινός τόπος ότι ο ιερέας ασκεί συχνά καθοριστική επιρροή ειδικά σε ηλικιωμένους οι οποίοι δεν είναι υποχρεωτικά ψηφοφόροι της Ν.Δ. Πολύ περισσότερο όταν το ζήτημα θα τεθεί με όρους επίθεσης της κυβέρνησης Τσίπρα εναντίον της Εκκλησίας.
Κατά συνέπεια, η εκλογική ζημιά που πιθανότατα θα υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρωτοβουλία του να ανοίξει και το ζήτημα της σχέσης Κράτους - Εκκλησίας θα είναι πολλαπλάσια αυτής που είχαν αρχικά υπολογίσει στο Μαξίμου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ζημιά θα είναι της τάξης τουλάχιστον των δύο ποσοστιαίων μονάδων. Η δυσφορία γι’ αυτή την υπόθεση, μάλιστα, συναντάται και αλληλο-τροφοδοτείται με την αντίστοιχη για τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Δέκα μήνες πριν από τη λήξη της κυβερνητικής θητείας και έξι μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων έχει πλέον αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει πολύ έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΚΙΝΑΛ, να εδραιώνεται γύρω στο 7%-9%, εισπράττοντας κάτι από την πολιτική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατάφερε να αποκτήσει πολιτική-εκλογική δυναμική η οποία να το φέρνει σε απόσταση βολής από το κόμμα του Τσίπρα.
Μπορεί στο Μαξίμου να φαντασιώνονται ανατροπή των δημοσκοπικών δεδομένων, αλλά το στρατηγικό διακύβευμα δεν είναι μία ακόμα εκλογική νίκη, η οποία, άλλωστε, μοιάζει ελάχιστα πιθανή. Το στρατηγικό διακύβευμα είναι άλλο και έχει ήδη κατακτηθεί. Λόγω της αδυναμίας του ΚΙΝΑΛ, να επαναπροσελκύσει μαζικά το εκλογικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος απέναντι στη Ν.Δ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι, αν δεν προκύψουν τεκτονικές αλλαγές, ο Τσίπρας και το κόμμα του κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν μελλοντικά την ευκαιρία να επανέλθουν στην εξουσία.
Από την πλευρά της η Ν.Δ. ναι μεν έχει εδραιώσει σημαντικό προβάδισμα, αλλά δεν έχει αναπτύξει πολιτική-εκλογική δυναμική πλειοψηφικού ρεύματος. Δεν έχει πείσει ότι μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά. Εξαιρώντας τους σκληρούς πυρήνες της εκλογικής πελατείας των δύο μεγάλων κομμάτων, οι υπόλοιποι ψηφοφόροι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η αλλαγή κυβέρνησης δεν πρόκειται να τους απαλλάξει από τη μεταμνημονιακή λιτότητα.
Με άλλα λόγια θεωρούν πως η επάνοδος των «γαλάζιων» στην εξουσία δεν θα αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Ο Μητσοτάκης, άλλωστε, δεν έχει κρύψει ότι θα συνεχίσει να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι. Αυτός είναι και ο λόγος που η Ν.Δ. δεν απέχει πολύ από την αυτοδυναμία, αλλά επειδή δείχνει αδύναμη να εισπράξει τη μεγάλη φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα, είναι δύσκολο να την κατακτήσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταρρέει εκλογικά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι υπάρχει μια μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων οι οποίοι έχουν αντιδεξιά αντανακλαστικά. Κατά κανόνα είναι κεντροαριστερών αντιλήψεων πολίτες, οι οποίοι παραδοσιακά ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και από το 2012 και το 2015 κατέφυγαν ως εκλογικοί πρόσφυγες στο κόμμα του Τσίπρα λόγω των μνημονίων. Αν και σήμερα είναι δυσαρεστημένοι με τις κυβερνητικές πολιτικές, δεν έχουν εναλλακτική λύση, δεδομένου ότι το ΚΙΝΑΛ., ως μετονομασία του ΠΑΣΟΚ, παραμένει γι’ αυτούς απωθητικό.
Σήμερα, παρότι δυσαρεστημένοι, ελπίζουν πως στη μεταμνημονιακή περίοδο τα πράγματα θα βελτιωθούν. Οι κεντροαριστεροί αυτοί ψηφοφόροι βρίσκονται κατά κανόνα σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Η κατάσταση αυτή ναι μεν διαμορφώνει μια ασταθή ισορροπία, αλλά τελικώς εκλογικά ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδιότυπη αυτή πολιτική ατμόσφαιρα εκ των πραγμάτων επέτρεψε στην κυβέρνηση Τσίπρα να φτάσει αλώβητη μέχρι σήμερα και να διατηρεί ακόμα την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Η ιστορία διδάσκει, όμως, πως από ένα χρονικό σημείο και πέρα οι ψηφοφόροι σταματούν να συγκρίνουν συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Σταδιακά αρχίζει να κυριαρχεί το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου. Με άλλα λόγια επικρατεί το δόγμα «να φύγει η κυβέρνηση και ας έρθει οποιοσδήποτε».
Ο δεύτερος λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταρρέει εκλογικά είναι ότι έχουν στοιχηθεί πίσω του ψηφοφόροι από τα κοινωνικά στρώματα που κυριολεκτικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Το 2012 και το 2015 το κόμμα του Τσίπρα ψηφίστηκε μαζικά από μεσαία στρώματα. Η πολιτική του όμως αυτά τα χρόνια, κυρίως η κάθε είδους υπερφορολόγηση με σκοπό τα υπερ-πλεονάσματα, έχει απωθήσει ένα μεγάλο ποσοστό από τους τότε ψηφοφόρους του.
Από την άλλη πλευρά, τα υπερ- πλεονάσματα έδωσαν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ασκήσει μία επιδοματική πολιτική υπέρ των νοικοκυριών που έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του. Αυτή η κατηγορία ψηφοφόρων είναι ο κύριος αποδέκτης του μποναμά στο τέλος κάθε χρόνου, αλλά και των άλλων παροχών που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός. Η στρατηγική οικονομικής ενίσχυσης των «νεοπληβείων», που αριθμητικά έχουν διογκωθεί πολύ τα χρόνια των μνημονίων, ταιριάζει με το ιδεολογικό στερεότυπο του ΣΥΡΙΖΑ περί ταξικότητας. Εξ ου και η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μια ρητορική προστασίας των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.
Από την άλλη, η στρατηγική αυτή εξασφαλίζει στον ΣΥΡΙΖΑ μια πρόσθετη βάση εκλογικής στήριξης και επιπλέον πρόσφερε ένα ιδεολογικό άλλοθι στους βουλευτές του να ψηφίζουν όλο το προηγούμενο διάστημα χωρίς διαρροές τα κάθε φορά επώδυνα μέτρα του 3ου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, το αφήγημα ότι «διαφωνούμε με το μνημόνιο, αλλά το εφαρμόζουμε για να σώσουμε τη χώρα» εμπλουτίστηκε με το ότι «παρά τις δύσκολες συνθήκες, εμείς φροντίζουμε τους φτωχότερους. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πράγματι οικοδομήσει εκλογικούς δεσμούς με τους «νεοπληβείους», αλλά η έκταση και η αντοχή τους θα αποδειχτούν μόνο όταν ανοίξουν οι κάλπες.
Του Σταύρου Λυγερού
(ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ-25/11/2018)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.