► Οι ΗΠΑ φαίνονται αποφασισμένες να εφαρμόσουν τις επιθετικές δυνατότητες της χώρας όχι μόνο σε περίπτωση που δεχθούν επίθεση, αλλά ακόμη και στην απειλή επιθέσεως.
Μια νέα, πιο ενεργητική πολιτική, η οποία δεν θα βασίζεται πλέον μόνο στην άμυνα έναντι των επιθέσεων που δέχονται οι ΗΠΑ στον κυβερνοχώρο, υιοθετούν στο άμεσο μέλλον οι Αμερικανοί, σύμφωνα με τον υπουργό Άμυνας, Λέον Πανέτα...
Σε ομιλία του, η οποία έγινε στις 11 Οκτωβρίου ο' ένα ακροατήριο αποτελούμενο από διευθυντικά στελέχη εταιρειών που εμπλέκονται στο χώρο της άμυνας και της ασφάλειας, ο Πανέτα διατύπωσε τις νέες βάσεις και αρχές στις οποίες θα κινούνται πλέον οι Ηνωμένες Πολιτείες για την αντιμετώπιση των αμέτρητων πια επιθέσεων που δέχεται η χώρα.
Η ομιλία του αυτή, που χαρακτηρίστηκε ως η πρώτη μείζων διακήρυξη πολιτικής στο θέμα του κυβερνοπολέμου και πυροδότησε σειρά συζητήσεων για το ίδιο θέμα έδωσε νέες διαστάσεις στο κύριο πρόβλημα που ήταν ανέκαθεν η διαπίστωση της προελεύσεως της χώρας πηγής των επιθέσεων καθώς και στο συναφές πρόβλημα της ελλείψεως των αναγκαίων εργαλείων που θα επέτρεπαν μια επιθετική απάντηση στον εκάστοτε «εισβολέα».
Το πρόβλημα αυτό είναι όντως τεράστιο, αν αναλογισθεί κανείς ότι ένας υποψήφιος εισβολέας του κυβερνοχώρου μπορεί να εξαπολύσει επιθέσεις μέσω άλλων «μολυσμένων» υπολογιστών στους οποίους έχει καταφέρει να εισχωρήσει και χρησιμοποιεί κατά ομάδα ή ομάδες ως «μεσάζοντες», δημιουργώντας συχνά ένα δίκτυο που μπορεί να κάνει το γύρο του κόσμου, πριν επιτεθεί στο στόχο του, με αποτέλεσμα ο εντοπισμός της πραγματικής πηγής της επιθέσεως να είναι από άκρως δυσχερής έως και αδύνατος.
Άμεση συνέπεια των παραπάνω ήταν να μην μπορεί να εφαρμοσθεί η γνωστή στρατηγική της αποτροπής, που εφαρμόζεται σε κάθε είδος αντιπαραθέσεως με σκοπό την αποφυγή του πολέμου, με την οποία ο δυνητικός εισβολέας αποθαρρύνεται από την υλοποίηση των προθέσεών του υπό την απειλή ότι θα υποστεί αντίποινα και, μάλιστα μεγαλύτερης εκτάσεως.
Στρατηγική αποτροπής
Αναφερόμενος στο πρόβλημα αυτό, ο Πανέτα ανακοίνωσε ότι τα τελευταία δύο χρόνια το υπουργείο του έκανε σημαντικές προόδους στο θέμα της έρευνας για τον εντοπισμό της πηγής των επιθέσεων στον κυβερνοχώρο -γνωστή υπό τον αγγλικό όρο «forensics», που παραπέμπει σε εγκληματολογικές και ιατροδικαστικές έρευνες-, με αποτέλεσμα να αρχίσει να έχει τώρα τα οφέλη των σχετικών προσπαθειών και επενδύσεων. Ο Πανέτα επεσήμανε ότι «θα είναι πολύ λιγότερο πιθανή μια επίθεση στον κυβερνοχώρο από τους αντιπάλους μας εάν γνωρίζουν ότι θα είμαστε σε θέση να τους συνδέσουμε με την επίθεση».
Και επειδή στη στρατηγική της αποτροπής βασικά στοιχεία είναι η δυνατότητα να πραγματοποιήσεις την επαπειλούμενη τιμωρία του πιθανού εισβολέα και η αποφασιστικότητα να το πράξεις ο Πανέτα δήλωσε: «Από τη στιγμή που ο στόχος ταυτοποιείται, οι ΗΠΑ πρέπει να είναι έτοιμες να απαντήσουν και θα το κάνουν». Εξειδικεύοντας τη νέα αμερικανική πολιτική στον τομέα αυτό, ανεφέρθη στη συνέχεια τόσο στις επιθετικές δυνατότητες της χώρας του όσο και στην αποφασιστικότητά της να τις χρησιμοποιήσει και, μάλιστα όχι μόνο σε περίπτωση που οι ΗΠΑ δεχθούν επίθεση, αλλά ακόμη και στην απειλή επιθέσεως. «Δεν θα επιτύχουμε την πρόληψη και αποφυγή κυβερνοεπιθέσεων μόνο μέσω της βελτιώσεως της Άμυνας μας», προσέθεσε. «Εάν εντοπίσουμε μία επικείμενη απειλή για επίθεση, η οποία θα μπορούσε να προκαλέσει σημαντικές φυσικές ζημίες στις ΗΠΑ ή να προκαλέσει το θάνατο Αμερικανών πολιτών, πρέπει να αναλάβουμε δράση -κατόπιν εντολής του προέδρου για την άμυνα της χώρας εναντίον αυτών που ετοιμάζονται να μας επιτεθούν». Για τέτοιου είδους σενάρια, διευκρίνισε, «το υπουργείο Άμυνας έχει αναπτύξει την ικανότητα διεξαγωγής αποτελεσματικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση απειλών από τον κυβερνοχώρο εναντίον των εθνικών μας συμφερόντων».
Το θέμα της υπάρξεως επιθετικών δυνατοτήτων στον τομέα αυτό ήταν κάτι για το οποίο επί μία δεκαετία και πλέον δεν υπήρχε καμία επίσημη δήλωση, πρακτική, άλλωστε, που εφαρμόζεται από κάθε χώρα με τέτοιες δυνατότητες - χαρακτηριστικό παράδειγμα το Ισραήλ, που, αν και συγκαταλέγεται στους πρωτοπόρους του χώρου, ουδέποτε έχει κάνει κάποια δήλωση. Την τελευταία διετία μόνο το Πεντάγωνο άρχισε να παραδέχεται την ύπαρξη τέτοιων δυνατοτήτων, όταν τα στοιχεία για την πρόοδο στον τομέα αυτό ήταν πια αρκετά και ως εκ τούτου είχαν διαρρεύσει και στα ΜΜΕ.
Επιθετικές δυνατότητες
Τον περασμένο Ιούνιο, ένα δημοσίευμα των New York Times για τη συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ισραήλ στο πλαίσιο ενός προγράμματος που είχε σκοπό την ανάπτυξη επιθετικών εργαλείων, με στόχο την ανάσχεση του πυρηνικού προγράμματος του Ιράν, κατέστησε περιττή τη συνέχιση της πολιτικής για την απόκρυψη των υφιστάμενων επιθετικών δυνατοτήτων. Ένα από τα βασικά στελέχη του προγράμματος, ο στρατηγός James Kartwright -μέχρι πρόσφατα υπαρχηγός του μεικτού επιτελείου των ΗΠΑ-, που ήταν οπαδός της αναπτύξεως επιθετικών δυνατοτήτων στον κυβερνοχώρο, ανεφέρθη τον περασμένο Μάιο στην ανάγκη δημόσιας επιδείξεως αυτών των δυνατοτήτων και στην αποφασιστικότητα των ΗΠΑ να τις χρησιμοποιήσουν για την προστασία της χώρας προκειμένου να καταστεί αξιόπιστη η στρατηγική της αποτροπής .«Κάποια στιγμή πρέπει να δώσουμε μία πειστική εικόνα μια επίδειξη δυνάμεως και μετά κάνουμε τις σχετικές ανακοινώσεις είπε. Και όσο κι αν η θέση του θυμίζει εκείνο το «shoot first ask questions later», δεν παύει να θεωρείται ορθή από στρατηγικής απόψεως.
Επιπλέον της ανακοινώσεως της αναγγελθείσης στρατηγικής της αποτροπής ο Πανέτα έκανε γνωστό ότι υπάρχουν και άλλες δράσεις. Μία από αυτές ήταν ότι η εκπόνηση των σχετικών κανόνων εμπλοκής οι οποίοι, ανεφέροντο για χρόνια ως επικείμενος ολοκληρώνεται σύντομα. Οι νέοι κανόνες εμπλοκής σε συνδυασμό με ορισμένες τροποποιήσεις σε επίπεδο πολιτικής και επενδύσεις της τάξεως των 3 δισ. δολαρίων ετησίως [Σ.Σ: το μεγαλύτερο νούμερο που έχει ακουστεί ποτέ σε παγκόσμια βάση] είχαν ως αποτέλεσμα την απόκτηση πραγματικών επιχειρησιακών ικανοτήτων, προσέθεσε.
Το πού θα τις δούμε να εφαρμόζονται, βέβαια είναι ένα θέμα που έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αν και όχι ανάλογο με αυτό από μια πραγματική επίθεση, με «κινητικά» (όπως αναφέρονται πρόσφατα) μέσα, ήτοι αυτό που είδαμε στους δύο πολέμους στον Κόλπο και αλλού.
Το συμπέρασμα ή, μάλλον, η γενική παρατήρηση που προκύπτει είναι ότι ο κυβερνοπόλεμος όπως άλλωστε ήταν αναμενόμενο, ωρίμασε ως μία ξέχωρη περιοχή του πολέμου και ότι όσοι ασχολούνται με την εθνική ασφάλεια κάθε χώρας θα πρέπει να επενδύσουν περισσότερο χρόνο και χρήματα. Στη δική μας περίπτωση, δεν υπάρχει ούτε χρήμα ούτε και χρόνος για κάτι τέτοιο. Το πρώτο το έκοψε η τρόικα και το δεύτερο… διότι άντε να βρεις Έλληνα πολιτικό που να καταλάβει τι γίνεται ή να αφαιρέσει χρόνο από την προσωπική του επιβίωση στον πολιτικό χώρο και να τον αφιερώσει σ΄ ένα τέτοιο θέμα.
Μοναδική εξαίρεση και πηγή αισιοδοξίας, οι ιδιαίτερα ενθαρρυντικές προσπάθειες που γίνονται στις Ένοπλες Δυνάμεις (Διεύθυνση Κυβερνοάμυνας του ΓΕΕΘΑ) και η ύπαρξη ενός λαμπρού σε δυνατότητες δυναμικού, που είναι διάσπαρτο σε ολόκληρο το χώρο, όπως πρωτίστως στην πανεπιστημιακή κοινότητα και στον ιδιωτικό τομέα με εταιρείες που διαπρέπουν στο εξωτερικό, αλλά τελείως αναξιοποίητες από αυτό που λέγεται «ελληνικό κράτος».
ΤΟΥ ΜΑΝΟΥ ΗΛΙΑΔΗ
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-01-8/11/2012)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.