■ Οι δυο ορθόδοξοι επίσκοποι της Συρίας, Παύλος (αριστερά) και Γιουχάνα Ιμπραήμ.
■ Αν και επισήμως η τύχη των δυο υψηλόβαθμων ιερωμένων της Συρίας παραμένει άγνωστη, όλα δείχνουν ότι έχουν αποκεφαλιστεί, με την Άγκυρα να διαδραματίζει και πάλι σκοτεινό ρόλο σε μια νέα εγκληματική υπόθεση.
Από τον Μάνο Ηλιάδη
Ενάμισης χρόνος κλείνει σύντομα από την απαγωγή (22 Απριλίου 2013) των δυο ορθόδοξων επισκόπων της Συρίας Παύλου και Γιουχάνα Ιμπραήμ, με το σκοτάδι και την πλήρη σύγχυση να διατηρούνται ακόμη ως προς την τελική τύχη τους και χωρίς να έχουν γίνει, τουλάχιστον επίσημα, γνωστά η παρέμβαση της Ελλάδας για το συγκεκριμένο θέμα ή τα αποτελέσματα μιας τέτοιας ενδεχόμενης παρεμβάσεως. Επίσης, δεν έγινε γνωστό εάν το Οικουμενικό Πατριαρχείο έκανε κανένα σχετικό διάβημα για το θέμα ή εάν η ΕΥΠ -στο πλαίσιο της συνεργασίας της με τη MIT για την τρομοκρατία- ζήτησε σχετικά στοιχεία.
Η τύχη δηλαδή των δύο επισκόπων εξακολουθεί επισήμως να παραμένει άγνωστη, αν και η παγιωμένη... άποψη, που υποστηρίζεται από πλήθος στοιχείων, είναι ότι οι δύο υψηλόβαθμοι ιερωμένοι έχουν εκτελεστεί διά αποκεφαλισμού και ότι η Τουρκία, η οποία είχε όχι μόνο γνώση του θέματος αλλά και άμεση συνέργεια κάνει τα πάντα για να συγκαλύψει την υπόθεση και να μην αποκαλυφθεί ο για μία ακόμη φορά σκοτεινός ρόλος της σε μια νέα εγκληματική υπόθεση.
Την 1η Φεβρουάριου 2014, το πρακτορείο ειδήσεων ΑΙΝΑ των Ασσυρίων, σε κύριο άρθρο που ανήρτησε με τίτλο «Ο ρόλος της Τουρκίας στην απαγωγή των Σύρων επισκόπων», έφερε στη δημοσιότητα εντυπωσιακά στοιχεία για το θέμα.
Κατά το AINA στις 22 Απριλίου 2013 οι δύο επίσκοποι απήχθησαν στη Συρία και ο οδηγός τους σκοτώθηκε επιτόπου από τους απαγωγείς, ενώ ένα τέταρτο άτομο, ο Φουάντ Ελίγια, που επέβαινε στο ίδιο όχημα, αφέθη ελεύθερος. Στο δημοσίευμα αναφέρεται ότι ο επίσκοπος Γιουχάνα της Συριακής Εκκλησίας ήταν ο κύριος υποψήφιος για να διαδεχθεί τον σημερινό Πατριάρχη, ενώ ο επίσκοπος Παύλος της Ελληνικής Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν αδελφός του Πατριάρχη.
Το χρονικό
Οι δύο επίσκοποι αναχώρησαν από την Τουρκία στις 22 Απριλίου 2013 με προορισμό το Χαλέπι, μέσω των τουρκικών συνόρων με τη Συρία, και συγκεκριμένως μέσω του μεθοριακού σταθμού Μπαμπ Ελ Χάουα. Κατά τη μαρτυρία του μοναδικού επιζώντος Φουάντ Ελίγια, 20 χιλιόμετρα μετά τον εν λόγω σταθμό το αυτοκίνητο των επισκόπων ελέγχθηκε από άνδρες του Ελεύθερου Συριακού Στρατού (FSA) και αφέθη να συνεχίσει την πορεία του χωρίς κανένα πρόβλημα. Στη συνέχεια, 2 χιλιόμετρα από το μπλόκο του FSA, το όχημα σταμάτησε με παρέμβαση 8 βαρέως οπλισμένων ανδρών, οι οποίοι, σύμφωνα με τον διασωθέντα Ελίγια, δεν ήταν Σύριοι αλλά έμοιαζαν με άτομα που είχαν έλθει από τον Καύκασο, όπως έδειχναν τα ρούχα που φορούσαν, τα οποία έμοιαζαν με αυτά των Ταλιμπάν. Το αυτοκίνητο, με οδηγό πλέον έναν από τους ενόπλους, άλλαξε πορεία και κατευθύνθηκε πάλι προς το Μπαμπ ΕΛ Χάουα, σημείο όπου είδαν ζωντανούς τους δύο επισκόπους για τελευταία φορά.
Στο δημοσίευμα αναφέρονται πολλές λεπτομέρειες για την ενεργό υποστήριξη από την Τουρκία, με όπλα και κάθε είδους εφόδια, των αντιπάλων του συριακού καθεστώτος, ακόμη και προς τις πιο εξτρεμιστικές οργανώσεις, όπως η Αλ Νούορα και σε αρκετές άλλες με γνωστές διασυνδέσεις με την Αλ Κάιντα. Ανάμεσα στους άνδρες που στελέχωναν τις οργανώσεις αυτές ήταν άτομα από τον ρωσικό Καύκασο, όπως από την Τσετσενία, το Αζερμπαϊτζάν, το Νταγκεστάν, αλλά και από τα Βαλκάνια και από άλλες μουσουλμανικές χώρες, καθώς επίσης και από την ίδια την Τουρκία. Στη Συρία, τα άτομα αυτά είναι γνωστά ως οι «Τούρκοι αδελφοί μας», ενώ οι περισσότερες από αυτές τις οργανώσεις, εκτός από τον FSA, είχαν στενές σχέσεις με την Αλ Κάιντα και πρόσφατα προσχώρησαν στο Ισλαμικό Κράτος.
Το καλοκαίρι του 2013, συνεχίζει το παραπάνω δημοσίευμα, προεβλήθη στο YouTube το απόσπασμα ενός βίντεο που έδειχνε την αποτρόπαια σκηνή του αποκεφαλισμού τριών ανδρών από έναν άγνωστο άντρα. Ο τελευταίος και τα άλλα άτομα που απεικονίζονταν στο βίντεο μιλούσαν ρωσικά, ενώ στο ίδιο βίντεο ακούγεται και η φωνή ενός Τούρκου να φωνάζει «Κάτσε κάτω, κάτσε κάτω». Το άτομο που εκτέλεσε τον αποκεφαλισμό αναγνωρίσθηκε ως ο Magomed Abdulrahmanov, γνωστός επίσης με το πολεμικό του όνομα «Αμπού Μπανάτ» (από άλλα βίντεο σε ρωσικά ιστολογία αναγνωρίστηκε ως αξιωματικός της αστυνομίας στο Νταγκεστάν που μετέβη στη Συρία, ακολουθώντας τον δρόμο του τζιχάντ).
Συλλήψεις
Το άτομο αυτό, μαζί με τρία άλλα τσετσενικής καταγωγής και μία γυναίκα συνελήφθησαν στις 23 Απριλίου 2013 (μία ημέρα μετά την απαγωγή των επισκόπων) σε έλεγχο της αστυνομίας έξω από το Ικόνιο, διότι δεν έφεραν κανονικά ταξιδιωτικά έγγραφα. Σύμφωνα με τη «Ραντικάλ», η οποία δημοσίευσε αμέσως ένα άρθρο με τίτλο «Συνελήφθη ο δολοφόνος των επισκόπων στην Κόνια» (Ικόνιο), τα άτομα που συνελήφθησαν χωρίς κανονικά έγγραφα ταυτότητας απελάθηκαν από την χώρα, πλην όμως αυτό ήταν ανακριβές.
Στην πραγματικότητα, τα άτομα αυτά αφέθησαν ελεύθερα, αφού έδωσαν μια διεύθυνση διαμονής στην Κωνσταντινούπολη. Ένας αστυνομικός, πάντως, αναγνώρισε τον Αμπού Μπανάτ ως τον αποκεφαλιστή στο βίντεο και μια έρευνα της αστυνομίας στη διεύθυνση που είχαν δώσει στην Κωνσταντινούπολη αποκάλυψε αργότερα την ύπαρξη όπλων, χειροβομβίδων και άλλου υλικού στο σπίτι τους. Το αποτέλεσμα ήταν τα άτομα αυτά να συλληφθούν για παραβίαση του νόμου περί όπλων και προετοιμασία για εκτέλεση τρομοκρατικής ενέργειας, ενώ, στο μεταξύ, ένα περιοδικό του Ικονίου έδωσε ευρεία δημοσιότητα στο θέμα της συλλήψεως του δολοφόνου των επισκόπων.
Όταν οι ειδήσεις «άπλωσαν», οι τουρκικές Αρχές ανακοίνωσαν ότι τα άτομα αυτά είχαν απελαθεί, αν και ήταν γνωστό ότι ο Αμπού Μπανάτ κρατείτο από το καλοκαίρι του 2013 στις Φυλακές Μάλτεπε της Κωνσταντινουπόλεως. Γιατί; Διότι η έκθεση της αστυνομίας ανέφερε ότι ο Αμπού Μπανάτ ήταν γνωστές στη ΜIΤ, η οποία μάλιστα τον είχε εφοδιάσει με εξοπλισμό.
Συντονισμός μέσω ασυρμάτων
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με το δημοσίευμα του AΙNA, ο Αμπού Μπανάτ είπε στους ανακριτές της αστυνομίας ότι ένα άτομο, το οποίο πίστευε ότι ήταν πράκτορας της τουρκικής μυστικής υπηρεσίας, του έδωσε, μεταξύ άλλων, φορητούς ασυρμάτους (οι οποίοι βρέθηκαν στο σπίτι του) για τον συντονισμό της δράσεως της ομάδος του με τη ΜΙΤ. Πληροφορίες αναφέρουν ακόμη ότι η ανάκριση του Αμπού Μπανάτ ήταν «λάιτ» και ότι δεν έγινε καμία εις βάθος διερεύνηση των σχέσεων του με τη ΜΙΤ.
Οι γενικόλογες απαντήσεις και η άποψη του Ισραηλινού υπουργού Άμυνας
ΜΕ ΤΗΝ εξάπλωση των πληροφοριών για τη σύλληψη του απαγωγέα και δολοφόνου των επισκόπων, ο επίσκοπος της Συριακής Ορθόδοξης Εκκλησίας Γιουσέφ Τσετίν ήλθε σε επαφή με τον ΥΠΕΞ Α Νταβούτογλου, ο οποίος σε προσωπική συνάντηση μαζί του, είπε ότι, σύμφωνα με ενημέρωση που είχε από τις υπηρεσίες πληροφοριών και ασφαλείας της χώρας, οι επίσκοποι ήταν εν ζωή και η Τουρκία έκανε τα πάντα για να τους σώσει. Μια παρόμοια γενικόλογη απάντηση (σε ερώτηση που του υπεβλήθη) έδωσε και ο ίδιος ο πρωθυπουργός Ερντογάν, τον Νοέμβριο του 2013, κατά την επίσκεψή του στη Στοκχόλμη, ενώ τα Χριστούγεννα του 2013 ο πρώην γενικός εισαγγελέας
της Τουρκίας Σαντουλάχ Εργκίν παρέσχε τις ίδιες διαβεβαιώσεις στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία του Χαται (Αντιόχεια). Δηλώσεις καταφανέστατα ψευδείς, γιατί οι τουρκικές Αρχές, όλο αυτό το διάστημα, είχαν τον Αμπού Μπανάκ υπό κράτηση. Σημειώνεται ότι ερώτηση για την τύχη των δύο επισκόπων υπέβαλε και ο Τούρκος βουλευτής Ερόλ Ντόρα (Ασσύριος και χριστιανός) προς τον ίδιο τον Ερντογάν, αλλά φυσικά δεν έλαβε καμία απάντηση.
Το προφανές συμπέρασμα από όσα εν συντομία μόνο ανεφέρθησαν παραπάνω είναι ότι η Τουρκία συγκαλύπτει μία από τις πλέον αποτρόπαιες πράξεις τρομοκρατίας, για την οποία είχε πλήρη γνώση των πάντων, έχοντας επιπλέον παράσχει βοήθεια σε οπλισμό και μέσα σε ομάδες τζιχαντιστών που έχουν άμεση σχέση με την Αλ Κάιντα και όχι μόνο. Ακόμη, δεν κάνει τίποτα εναντίον των δραστών της ειδεχθούς αυτής ενέργειας, αλλά τους προστατεύει με κάθε τρόπο, εφαρμόζοντας την κλασική τεχνική της κωλυσιεργίας και αποκρύψεως πληροφοριών, μέχρι να παρέλθει ο χρόνος και η υπόθεση να ξεχαστεί.
Και μετά οι Αμερικανοί εκπλήσσονται που οι Τούρκοι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν στον αγώνα εναντίον του περιβόητου «Ισλαμικού Κράτους», και οι τελευταίοι διαμαρτύρονται που οι αμερικανικές υπηρεσίες (με πρώτη την ΝSA) τους παρακολουθούν.
Την πλέον χαρακτηριστική άποψη για την Τουρκία και τις σχέσεις της με την τρομοκρατία εξέφρασε στις αρχές Σεπτεμβρίου ο Ισραηλινός υπουργός Άμυνας Μοσέ Γιαλόν, ομιλώντας σε συνέδριο του Διεθνούς Ινστιτούτου Αντιτρομοκρατίας στη Χερζλίγια, όπου εξέφρασε την οργή του για το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα επιτρέπει σε κράτη να υποστηρίζουν την τρομοκρατία, να είναι συγχρόνως μέλη σεβαστών διεθνών οργανισμών, όπως ο ΟΗΕ και -στην περίπτωση της Τουρκίας- το ΝΑΤΟ.
Βαριά και ανοιχτή η κατηγορία, αλλά οι Ισραηλινοί συνήθως έχουν σοβαρές πληροφορίες και στοιχεία όταν προβαίνουν σε τόσο σοβαρές δηλώσεις.
(Κυρ. Δημοκρατία-21/09/2014)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.