Συμβαδίζουν με την ακραία λιτότητα επιδιώξεις ενισχυμένου γεωπολιτικού ελέγχου του ελληνικού χώρου;
ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΝΕΑΡΧΟΥ*
Ήταν προβλέψιμο ότι η παρατεταμένη οικονομική κρίση στην οποία έχει βυθισθεί η χώρα, χωρίς να είναι ορατή μια σύντομη διέξοδος, θα είχε πολύ δυσάρεστες επιπτώσεις και στα θέματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας. Με τα προαπαιτούμενα του Μνημονίου, τον συνεχιζόμενο έλεγχο κεφαλαίων και τις ατελείωτες αξιώσεις για νέους φόρους σε μια αποσαθρωμένη οικονομία, οι προοπτικές είναι ζοφερές. Με το χρέος επίσης να εκτοξεύεται συνεχώς προς τα πάνω, με ασαφή και αμφίβολη τη σημαντική απομείωσή του ώστε να καταστεί βιώσιμο, η χώρα τελεί υπό καθεστώς εκβιασμού.
Η παροχή ρευστότητας και ελπίδας για επενδύσεις και ανάπτυξη εξαρτάται πλήρως από ξένα κέντρα. Η...Ελλάδα ακόμη και μετά τη φοβερή δεκαετία του 1940, που σημαδεύθηκε διαδοχικά από τον Πόλεμο, την Κατοχή και τον Εμφύλιο, άρχισε, δέκα χρόνια μετά, να ανακάμπτει και ν΄ αναπτύσσεται με γρήγορους ρυθμούς.
Στη σημερινή περίπτωση συμπληρώνονται ήδη οκτώ χρόνια υφέσεως και η κατάσταση, αντί να βελτιώνεται, επιδεινώνεται. Στα χρόνια αυτά δεν έχει διαμορφωθεί και δεν έχει προβληθεί καμιά ουσιαστική εθνική αναπτυξιακή στρατηγική. Το γεγονός ότι δεν έγινε δεν είναι τυχαίο. Μια τέτοια στρατηγική δεν είναι εφικτή υπό συνθήκες ελεύθερης ευρωπαϊκής αγοράς, Ευρωζώνης και παγκοσμιοποίησης. Αντιθέτως, η κρίση αντιμετωπίζεται από τα κέντρα που ηγεμονεύουν σ' αυτή την κατάσταση ως ευκαιρία για να επιβληθεί στην Ελλάδα ένα προωθημένο μοντέλο νεοφιλελευθερισμού και παγκοσμιοποίησης, που θα εκθεμελιώσει κάθε έννοια εθνικής οικονομίας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία.
Πού οδηγεί αυτή η κατάσταση; Ποια εμπιστοσύνη μπορεί πλέον να έχει κανείς σε υποτιθέμενους «σωτήρες», που απεργάζονται στην πράξη την καταστροφή της χώρας; Τι πρέπει να γίνει; Αυτά είναι τα ερωτήματα που θέτει εναγωνίως ο ελληνικός λαός. Σ' αυτά όμως θ' αναφερθούμε αναλυτικότερα σε άλλο άρθρο. Στο σημερινό θα επικεντρωθούμε ειδικότερα στο ερώτημα αν συμβαδίζουν με την πολιτική της ακραίας λιτότητας και των Μνημονίων επιδιώξεις ενισχυμένου γεωπολιτικού ελέγχου του ελληνικού χώρου και γεωπολιτικών ανακατατάξεων σε βάρος της Ελλάδος, με πιέσεις για υποχωρήσεις στα εθνικά θέματα.
Οικονομικές και γεωπολιτικές πιέσεις
Ένας από τους λόγους για τους οποίους ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πρωτοστάτησε, με μεγάλο πάθος, για την ένταξη της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν η ελπίδα και η προσδοκία ότι αυτή θα ήταν ένας ανεξάρτητος και, σ' ένα μέτρο, εναλλακτικός δυτικός πόλος. Ο τελευταίος θα επέτρεπε στην Ελλάδα να έχει μεγαλύτερο περιθώριο ελιγμών απέναντι στην ασφυκτική επιρροή που ασκούσε ο αμερικανικός κολοσσός. Ο τελευταίος προέτασσε συστηματικά στις γεωπολιτικές θεωρήσεις του τον τουρκικό στρατηγικό παράγοντα ως πολύ σημαντικότερο του ελληνικού.
Η οραματιζόμενη Ευρωπαϊκή Ένωση δεν θα ήταν μια στρατιωτική συμμαχία, όπως το ΝΑΤΟ. Θα ήταν μια πολιτική Ένωση, πάνω σε βάση δημοκρατικής ισοτιμίας και αλληλεγγύης. Η Ελλάδα θα μπορούσε, επομένως, να υπολογίζει στη στήριξη και την αλληλεγγύη των εταίρων της και να έχει λόγο για την πολιτική της Ενώσεως, με την ισότιμη συμμετοχή της και το βέτο που θα είχε σε όλα τα σημαντικά θέματα. Επιπλέον, θα αποκτούσε ένα σημαντικό γεωπολιτικό πλεονέκτημα έναντι της Τουρκίας, η οποία δύσκολα θα μπορούσε να γίνει δεκτή στους κόλπους της Ενώσεως ως μουσουλμανική και γεωγραφικά ασιατική κατά βάση χώρα.
Μπορεί κανείς ν' αναμετρήσει σήμερα την απόσταση που διανύθηκε από τότε και την εξέλιξη της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Η εσωτερική εξέλιξη της Ευρώπης, με την προσχώρηση στον ακραίο νεοφιλελευθερισμό και την ταύτισή της με τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης, συμβάδισε με μια μεγάλη και εσπευσμένη διεύρυνση για λόγους γεωπολιτικούς και με πλήρη και υποτελή σχεδόν ευθυγράμμιση με τις ΗΠΑ σε θέματα ασφάλειας και διεθνών γεωπολιτικών ισορροπιών. Το ΝΑΤΟ ταυτίσθηκε σχεδόν με την ευρωπαϊκή άμυνα και ασφάλεια, υπό την ηγεσία των ΗΠΑ.
Η Ελλάδα ακολουθεί παθητικά, αν δεν υπερέβαλε προς αυτή την κατεύθυνση. Ανατρέποντας την πάγια ελληνική εξωτερική πολιτική έναντι της Τουρκίας, η κυβέρνηση Σημίτη έκανε στροφή 180 μοιρών στο θέμα της εντάξεως της γείτονος στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Υπεστήριξε την ένταξή της και την παρουσίασε ως δήθεν συμφέρουσα στην Ελλάδα.
Η Τουρκία, με τον έντονο Ισλαμισμό και τις μεγάλες φιλοδοξίες για εξέλιξή της σε περιφερειακή δύναμη, είναι αμφίβολο εάν τώρα επιθυμεί πράγματι πλήρη ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο παλαιός ενθουσιασμός για την Ευρώπη έχει μαραθεί και έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι η Τουρκία δεν χρειάζεται την ένταξη στην Ευρώπη για ν' αναπτυχθεί. Βλέπει, αντιθέτως, τη γειτονική της Ελλάδα, που υπερείχε προηγουμένως στην οικονομική ανάπτυξη, να έχει φτάσει σήμερα σ' αυτή την κατάσταση. Από δικά της λάθη, αλλά σαφώς και λόγω της συμμετοχής της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη.
Διδακτικό είναι και το παράδειγμα της γειτονικής Βουλγαρίας. Η Τουρκία όμως, ακόμη κι αν δεν θελήσει να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, θέλει οπωσδήποτε να διαμορφώσει προνομιακές σχέσεις με την Ευρώπη, που θα της εξασφαλίζουν όλα εκείνα τα στρατηγικά πλεονεκτήματα -οιΚονομικά και γεωπολιτικά- για τα οποία ενδιαφέρεται.
Διαπραγματευτικό όπλο της Άγκυρας το Μεταναστευτικό
Ο πόλεμος στη Συρία επέφερε ένα δεινό πλήγμα στην Άγκυρα, ακυρώνοντας τους μεγαλεπήβολους σχεδιασμούς της για τη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο. Έγινε όμως παραλλήλως αφορμή για να πάρει μια νέα διάσταση το θέμα των προσφύγων από τη Συρία στην Ευρώπη και να επικαλύψει το πολύ μεγαλύτερο και ευρύτερο πρόβλημα της λαθρομεταναστεύσεως από χώρες της Ασίας και της Αφρικής. Την τελευταία χειραγωγεί, σ' ένα μεγάλο μέτρο, η Άγκυρα, για λόγους γεωπολιτικούς και διαπραγματευτικούς. Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εφαρμόζοντας πολιτική ανοικτών συνόρων έναντι όλων όσοι δηλώνουν πρόσφυγες, καθίσταται εκ των πραγμάτων όμηρος της Άγκυρας, η οποία την εκμεταλλεύεται αδίστακτα. Θέτει όρους και ζητά ανταλλάγματα για οποιαδήποτε συνεργασία για τον έλεγχο του ασταμάτητου κύματος προσφύγων και λαθρομεταναστών.
Η Ελλάδα, ευθυγραμμιζόμενη με την πολιτική των ανοικτών συνόρων και υπερβάλλουσα σε «πρωτοποριακό» ζήλο υπέρ των λαθρομεταναστών, τους οποίους παρουσιάζει συλλήβδην ως πρόσφυγες, εγκλωβίζεται σε μια δεινή θέση. Να είναι χώρα-πύλη εισόδου και ταυτοχρόνως να δέχεται πιέσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση για να καταστεί αφενός χώρος πρώτης υποδοχής και αναμονής και αφετέρου να συνεργασθεί με την Τουρκία στο Αιγαίο για τον «κοινό» έλεγχο των θαλασσίων συνόρων.
Η προτεινόμενη αυτή συνεργασία με την Τουρκία δεν είναι, βεβαίως, αθώα. Η Γερμανίδα καγκελάριος μίλησε στην Άγκυρα για συνδιαχείριση στο Αιγαίο. Ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, αναφέρθηκε απαξιωτικά στα 10 ναυτικά μίλια που χωρίζουν την Ελλάδα και την Τουρκία και για τα οποία δεν πρέπει να υπάρχει διαμάχη, με αποτέλεσμα να πνίγονται άνθρωποι.
Με νεότερες δηλώσεις τους οι δύο ηγέτες προσπάθησαν να μετριάσουν τις εντυπώσεις που δημιουργήθηκαν. Δεν υπάρχει όμως καμιά αμφιβολία ότι ασκούνται στην Ελλάδα ισχυρότατες πιέσεις να πληρώσει υψηλό τίμημα για τους πρόσφυγες και τους λαθρομετανάστες τόσο προς την Τουρκία, σε βάρος των εθνικών της θεμάτων, όσο και στην εσωτερική της εθνική και κοινωνική συνοχή, με τη δημιουργία πλήθους κέντρων υποδοχής τα οποία θα παρουσιασθούν ως «προσωρινά».
Η λύση για την ελληνική πλευρά θα έπρεπε να είναι απλή και αποφασιστική: αναστολή της περιβόητης ευρωπαϊκής Οδηγίας για το άσυλο, που επιβάλλει πολιτική ανοικτών συνόρων και προάγει τη λαθρομετανάστευση. Οι λόγοι θα ήταν οι έκτακτες συνθήκες που δημιουργεί η μαζική συρροή χιλιάδων ανθρώπων και η εθνική ασφάλεια. Η τελευταία πλήττεται με τη δημιουργία ενός μόνιμου προγεφυρώματος προσφύγων και λαθρομεταναστών στα νησιά και από την είσοδο στη χώρα ανεξέλεγκτου αριθμού ανθρώπων, που δημιουργεί καίριο πρόβλημα εθνικής ασφάλειας. Σε μια τέτοια περίπτωση, η Ελλάδα και η Ευρώπη δεν θα διαπραγματεύονταν με την Τουρκία υπό καθεστώς ομηρίας. Αντιθέτως η γείτων θα είχε κάθε λόγο να συνεργασθεί για τη διοχέτευση στην Ευρώπη ενός μεγάλου μέρους των προσφύγων που καταφεύγουν σ' αυτή από τη Συρία. Η διαλογή μεταξύ πραγματικών προσφύγων και λαθρομεταναστών θα διεκπεραιωνόταν επί τουρκικού εδάφους και η παραλαβή τους θα μπορούσε να γίνεται απευθείας από τις τουρκικές ακτές ή ακόμη κι από τα στρατόπεδα προσφύγων στα συροτουρκικά σύνορα.
Στενεύουν τα περιθώρια για το Κυπριακό
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, κορυφώνονται οι πιέσεις στο Κυπριακό, με την εκτίμηση ότι η περίοδος μετά τις τουρκικές εκλογές είναι ευνοϊκή και κρίσιμη συγκυρία για τη θετική κατάληξη των διεξαγομένων διακοινοτικών συνομιλιών, εφόσον θελήσει να κάνει κάποια κίνηση ο Τούρκος πρόεδρος, Ταγίπ Ερντογάν. Προς την κατεύθυνση αυτή, στρώνεται ο δρόμος με την εντατικοποίηση των διακοινοτικών συνομιλιών, με νέες απαράδεκτες δηλώσεις του ειδικού αντιπροσώπου του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ για το Κυπριακό, Έσπεν Μπαρθ Άιντε, και με μια πρωτοφανή πρόκληση της νέας πρέσβειρας των ΗΠΑ στη Λευκωσία.
Ο κ. Άιντε, καταχρώμενος κατά προκλητικό τρόπο της θέσεως και του ρόλου του, επιδίδεται σε ασύστολη προπαγάνδα σε βάρος της Κύπρου, παρουσιάζοντας τη «λύση» ως επί θύραις και αναπόφευκτη κι ότι αυτή θα φέρει δήθεν μεγάλη ανάπτυξη και ευημερία. Με τον ίδιο σκοπό, επιστρατεύει την απειλή, ταυτιζόμενος με την τουρκική πλευρά, ότι εάν δεν υπάρξει λύση, δεν θα είναι εφικτή η αξιοποίηση από την Κύπρο των υδρογονανθράκων της. «Το κόστος της μη λύσεως είναι τεράστιο», κατέληξε.
Ο ίδιος, με ασύγγνωστη ανοχή της κυπριακής κυβερνήσεως, περιέρχεται τις πρωτεύουσες και τα διεθνή κέντρα ισχύος -από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ μέχρι τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο και τη Μόσχα- και «ενημερώνει» για το Κυπριακό. Την ίδια στιγμή, έχει συμφωνηθεί διακριτική σιωπή και αποχή από δηλώσεις των δύο πλευρών, για να μην υπονομευθούν οι διακοινοτικές συνομιλίες. Ο Έσπεν Μπαρθ Αιντε μπορεί έτσι να έχει το πεδίο ελεύθερο και να υπονομεύει τις θέσεις της Κύπρου χωρίς ουσιαστικό αντίλογο. Η δραστηριότητα και η συμπεριφορά του, όπως και παλαιότερα του Ντε Σότο στο Σχέδιο Ανάν, έχουν ισχυρά ερείσματα στη βρετανική και αμερικανική πολιτική, που ελέγχουν την Πολιτική Γραμματεία του ΟΗΕ, στην οποία τυπικά υπάγεται ο Άιντε.
Για το ποια είναι η αμερικανική πολιτική στο Κυπριακό, παρά τους εναγκαλισμούς του προέδρου Αναστασιάδη με τον Αμερικανό αντιπρόεδρο, Τζο Μπάιντεν, και άλλους Αμερικανούς αξιωματούχους, είναι ενδεικτική η υπολογισμένη πρόκληση στην οποία προέβη η νέα Αμερικανίδα πρέσβειρα στη Λευκωσία. Υπενθυμίζεται ότι η κυπριακή κυβέρνηση είχε ζητήσει την ανάκληση του προηγούμενου Αμερικανού πρέσβεως για απαράδεκτες δηλώσεις που είχε κάνει αναφορικά με την τουρκική κατοχή στην Κύπρο.
Η διάδοχός του, Κάθλιν Αν Ντόχερτι, αντί να επανορθώσει με τη συμπεριφορά της τα όσα είπε ο προκάτοχός της, έφτασε στο ζενίθ της προκλήσεως, δεξιωνόμενη σε ξενοδοχείο της κατεχόμενης Λευκωσίας τους επικεφαλής του κατοχικού στρατού στην Κύπρο. Συνεχίζεται, δηλαδή, η πολιτική του προκατόχου της, που είναι με απλά λόγια η σιωπηρή παραγραφή της τουρκικής κατοχής και η παρουσίαση των Κατεχομένων ως επικράτειας των Τουρκοκυπρίων, στο πνεύμα της συζητούμενης «λύσεως» δύο «ίσων» μερών.
Ομολογουμένως, το Κυπριακό βρίσκεται στο επίκεντρο των ξένων πιέσεων για «λύση» που θα ικανοποιεί την Άγκυρα. Η τελευταία αντιμετωπίζεται σήμερα ως σύμμαχος που βρίσκεται σε καυτό σύνορο, με την παρουσία της Ρωσίας στη Συρία, και λέγεται ότι πρέπει να έχει γι΄ αυτό την αλληλεγγύη και τη στήριξη των ΗΠΑ και της Ευρώπης. Η πολιτική αυτή συνδέεται προφανώς και με τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και τα εθνικά θέματα, όπως και με την οικονομική κρίση, που θέτει την ελληνική πλευρά υπό το κράτος ασφυκτικών πιέσεων και εκβιασμών. Στην περίπτωση αυτή, συμπίπτουν και συντρέχουν οι οικονομικοί λόγοι της Γερμανίας με τους γεωπολιτικούς των Ηνωμένων Πολιτειών.
* Πρέσβεως ε.τ.
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-12/11-19/11/15)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.