• Ισορροπώντας ανάμεσα στους ισχυρούς.
• Το Ανόι μπορεί να «παίζει» με την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, «προειδοποιώντας» τη μία για ενίσχυση των σχέσεων με την άλλη.
ΤΟΥ ΔΡ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΓΡΙΒΑ*
Στα προηγούμενα άρθρα του γράφοντος εξετάστηκαν διάφορες πτυχές ενός καινοφανούς διεθνούς συστήματος που βρίσκεται υπό διαμόρφωση. Υποστηρίχθηκε δε ότι η Ελλάδα μπορεί να αποτελέσει βασικό παράγοντα διαμόρφωσης του συστήματος αυτού,λειτουργώντας ως «μεταλλακτικό» (transformational) κράτος, που θα «κουμπώνει» μεταξύ των συνεργειών των ισχυρών δρώντων, δεδομένου ότι, στο ασύμμετρα πολυπολικό διαμορφούμενο σύστημα, οι σχέσεις μεταξύ των ισχυρών δρώντων θα έχουν ταυτοχρόνως ανταγωνιστικές και συνεργατικές πλευρές...
Η περίπτωση του Βιετνάμ
Η αξιοποίηση, ωστόσο, των συνεργειών είναι μια περιοριστική προσέγγιση. Στο νέο διεθνές σύστημα οι μεταλλακτικές χώρες ενδέχεται να μπορούν να αξιοποιήσουν όχι μόνο τις συνέργειες, αλλά και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των ισχυρότερων δυνάμεων, έτσι ώστε να ενισχύσουν τον ρόλο τους. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας τέτοιας δύναμης είναι το Βιετνάμ. Το αξιοθαύμαστο αυτό έθνος ζει υπό τη σκιά της τεράστιας γειτόνισσάς του, της Κίνας, της οποίας είναι ιστορικός αντίπαλος ενώ αποτελεί παραδοσιακό σύμμαχο της Ρωσίας. Ταυτοχρόνως τα τελευταία χρόνια έχει βελτιώσει θεαματικά τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ, συντελώντας στην προσπάθεια των τελευταίων να δημιουργήσουν μια περιοριστική αλυσίδα γύρω από την Κίνα.
Κι εδώ αρχίζουν τα ενδιαφέροντα. Καταρχάς το Βιετνάμ κατάφερε αυτό που εν Ελλάδι φαντάζει για πολλούς απολύτως αδύνατο: να αποτελεί, δηλαδή, κρίσιμης σημασίας συνεργάτη τόσο της Ρωσίας όσο και των ΗΠΑ. Αλλά ας αφήσουμε αυτό το θέμα προσωρινά εκτός σχολιασμού. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι θα κάνει η Μόσχα με το Ανόι, μιας και, απ' ό,τι φαίνεται, η αποφασιστική ενίσχυση των σινορωσικών σχέσεων αποτελεί μονόδρομο αυτή τη στιγμή για το Κρεμλίνο.
Σύμφωνα με τη (σχεδόν πάντοτε λανθασμένη) συμβατική σοφία, η Ρωσία θα έπρεπε να «πουλήσει» το Βιετνάμ έτσι ώστε να μην διακινδυνεύσει τη σχέση της με την Κίνα, η οποία είναι κατά τεκμήριο πολύ σημαντικότερη. Ακόμη και με καθαρά οικονομικά κριτήρια να το δει κανείς η κινεζική αγορά είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτή του Βιετνάμ. Όμως αυτή η λογικοφανής προσέγγιση αγνοεί, μεταξύ άλλων, την ανταγωνιστική σχέση που υπήρχε, υπάρχει και θα υπάρχει μεταξύ Πεκίνου και Μόσχας η οποία δεν θα πάψει να υφίσταται όσο κι αν ενισχύσουν τη διμερή συνεργασία τους. Ούτε καν θα περιοριστεί. Για την ακρίβεια, αναμένεται να ενταθεί.
Συγκεκριμένα, ακόμη και μεταξύ χωρών που υπό άλλες συνθήκες δεν θα είχαν κανένα ανταγωνιστικό στοιχείο η ίδια η διαδικασία της στρατηγικής προσέγγισης συνήθως προκαλεί έντονους κραδασμούς και ανταγωνιστικές δυναμικές αν μη τι άλλο για το ποιος θα έχει το πάνω χέρι στο γεωπολιτικό σχήμα που θα προκόψει από τη σύνθεσή τους. Κατά συνέπεια, η Ρωσία χρειάζεται σήμερα το Βιετνάμ, ίσως περισσότερο από χθες έτσι ώστε να ασκεί έμμεση και διακριτική πίεση στην Κίνα. Σε πολύ γενικές γραμμές θα μπορούσαμε να πούμε ότι ένα ισχυρό Βιετνάμ απομειώνει την ισχύ της Κίνας και κατά συνέπεια περιορίζει τις δυνατότητες αλλά και τις φιλοδοξίες της τελευταίας να κυριαρχήσει στο ενιαίο σύστημα που θα προκύψει εάν η Μόσχα με το Πεκίνο προχωρήσουν περαιτέρω τη στρατηγική τους συνεργασία. Επιπροσθέτως η Μόσχα έχει τη δυνατότητα να χρησιμοποιεί το Ανόι ως εν δυνάμει απειλή για το Πεκίνο, ωθώντας το να αποδεχτεί τη σινορωσική προσέγγιση υπό τους όρους του Κρεμλίνου, έτσι ώστε το τελευταίο να μην προχωρήσει σε υπερεξοπλισμό των Βιετναμέζων.
Παρόμοια φαίνεται πως είναι και η προσέγγιση της Ρωσίας με το Πακιστάν. Αν και το τελευταίο είναι ο κατεξοχήν εχθρός της Ινδίας και η τελευταία η μεγαλύτερη αγορά ρωσικών οπλικών συστημάτων, η Μόσχα προχώρησε προσφάτως στην πώληση προηγμένων οπλικών συστημάτων στις πακιστανικές Ένοπλες Δυνάμεις και υποστήριξε ότι θα προχωρήσει στην αποδέσμευση ακόμη νεότερου πολεμικού υλικού. Η κίνηση αυτή της Μόσχας εκτιμάται ότι, μεταξύ των άλλων της στόχων, επιδιώκει να λειτουργήσει και ως προειδοποίηση προς το Νέο Δελχί, ότι η απομάκρυνση από τη ρωσική αγορά προς όφελος της αμερικανικής ή της ευρωπαϊκής, όπως φαίνεται ότι εξετάζει σοβαρά η ινδική κυβέρνηση, δεν θα ήταν χωρίς συνέπειες.
Αξιοποίηση τριών δυνατών
Επιστρέφοντας στο Βιετνάμ, θα πρέπει να αναφέρουμε ότι πιθανώς η Μόσχα δεν θα ήθελε έτσι κι αλλιώς την εξομάλυνση των σχέσεων Κίνας - Βιετνάμ, ακόμη κι αν δεν την εξυπηρετούσε καθόλου ο ανταγωνισμός των δύο χωρών με τον τρόπο που αναφέραμε. Κι αυτό γιατί σε αυτή την περίπτωση η Κίνα θα αποκτούσε πρόσβαση στα μεγάλα ενεργειακά κοιτάσματα που βρίσκονται στην ΑΟΖ του Βιετνάμ στη Νότια Σινική Θάλασσα, περιορίζοντας έτσι τη σπουδαιότητα της Ρωσίας ως ενεργειακού τροφοδότη της Κίνας.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της υπηρεσίας πληροφόρησης για θέματα ενέργειας των ΗΠΑ (US Energy Information Administration/US ΕΙΑ), το Βιετνάμ είναι ένας από τους μεγαλύτερους εν δυνάμει παραγωγούς ενέργειας στην Ασία μετά τις ανακαλύψεις των τελευταίων ετών. Συγκεκριμένα, ενώ το 2011 η US ΕΙΑ εκτιμούσε ότι τα αποδεδειγμένα κοιτάσματα φυσικού αερίου του Βιετνάμ στη Νότια Σινική Θάλασσα ήταν 6,8 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια και του πετρελαίου 0,6 δισεκατομμύρια βαρέλια, το 2015 οι εκτιμήσεις αυτές είχαν ανέβει στα 25 τρισεκατομμύρια κυβικά πόδια φυσικού αερίου και 4,4 δισεκατομμύρια βαρέλια πετρελαίου. Ενδέχεται επίσης να ανακαλυφθούν νέα κοιτάσματα, αν και κάποιοι αναλυτές θεωρούν ότι τα νούμερα αυτά είναι «φουσκωμένα».
Σε κάθε περίπτωση, η Μόσχα δεν θα ήθελε να δει τα κοιτάσματα της Νότιας Σινικής Θάλασσας να περνούν υπό τον έλεγχο της Κίνας ούτε διά της εξομάλυνσης των σχέσεων με το Βιετνάμ ούτε, πολύ περισσότερο, με την κυριαρχία της στην περιοχή διά της ισχύος.
Σε αυτή την περίπτωση το Πεκίνο όχι μόνο θα περιόριζε την εξάρτησή του από τη Μόσχα, αλλά θα αποκτούσε, μάλιστα, περισσότερη στρατηγική αυτονομία και θα διαμόρφωνε το σχήμα Ρωσίας - Κίνας με τους δικούς του όρους. Άρα η Ρωσία έχει κάθε συμφέρον να ενισχύσει το Βιετνάμ ώστε να συνεχίσει να αποτελεί ουσιαστικό αντίπαλο για την Κίνα και να είναι σε θέση να εξασφαλίζει τα γεωπολιτικά του συμφέροντα. Κι αυτό, ακριβώς γιατί η Μόσχα επιδιώκει να ενισχύσει τις σχέσεις της με το Πεκίνο και να διαμορφώσει έναν σινορωσικό άξονα. Πιθανώς ακούγεται παράδοξο ή ακόμη και παράλογο, αλλά η διεθνής πολιτική έχει παρόμοιες αντιφατικές πλευρές. Από την πλευρά του, το Βιετνάμ μπορεί να αξιοποιήσει την ανταγωνιστική του σχέση με την Κίνα με διάφορους τρόπους. Μπορεί να «προειδοποιήσει» τη Ρωσία αλλά και τις Ηνωμένες Πολιτείες ότι θα επιλέξει μια πολιτική φινλανδοποίησης έναντι του Πεκίνου, περνώντας υπό την άτυπη σφαίρα επιρροής του τελευταίου, αν δεν λάβει κάποια ανταλλάγματα και εγγυήσεις, ενισχύοντας έτσι την ισχύ και την ελευθερία κινήσεων της Κίνας.
Εναλλακτικά, θα μπορούσε να απειλήσει την Κίνα ότι θα προχωρήσει σε σκλήρυνση της στάσης του έναντι αυτής, διακινδυνεύοντας ακόμη και πόλεμο. Αν και η σύγκρουση θα διεξαγόταν υπό δυσμενείς όρους γι' αυτό, δεδομένης της ισχύος της Κίνας, θα είχε μια σειρά από εν δυνάμει αρνητικές συνέπειες εξαιρετικά δυσάρεστες για την κινεζική στρατηγική. Μεταξύ των άλλων, θα μπορούσε να προκαλέσει επικίνδυνους τριγμούς στις σχέσεις Μόσχας - Πεκίνου, να δώσει την ευκαιρία στις ΗΠΑ να παρέμβουν στρατιωτικά και να πατήσουν πόδι στην περιοχή και να περιθωριοποιήσει την Κίνα, εμφανίζοντάς τη ως επικίνδυνη ιμπεριαλιστική δύναμη, ωθώντας τα άλλα κράτη στην περιφέρειά της σε συσπείρωση εναντίον της. Το Ανόι μπορεί επίσης να «παίζει» με την Ουάσιγκτον και τη Μόσχα, «προειδοποιώντας» τη μία για ενίσχυση των σχέσεων με την άλλη.
Φυσικά, όλες αυτές οι πρακτικές κρύβουν κινδύνους. Αλλά γι' αυτό ακριβώς χρειάζεται η τέχνη της διπλωματίας, η οποία είναι ακριβώς η δεξιοτεχνία ελιγμών ανάμεσα σε υφάλους και μέσα σε άγνωστα νερά, ώστε να προωθούνται τα συμφέροντα της χώρας, και όχι η παθητική ταύτιση με ασαφείς και απροσδιόριστους «συμμάχους» και με καθαρά φαντασιακούς «εταίρους».
Εν κατακλείδι, στο διεθνές σύστημα δεν υπάρχει, απ' ό,τι φαίνεται, χώρος μόνο για χώρες-γέφυρες, αλλά και για χώρες-κεντριά. Η δε Ελλάδα θα μπορούσε να λειτουργήσει πολύ καλά και στους δύο ρόλους, μιας και το γεωσύστημα στο οποίο βρίσκεται προσφέρεται γι' αυτό. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση...
* Διδάσκει το μάθημα της Γεωπολιτικής στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων και Γεωγραφία της Ασφάλειας και των Αφοπλισμών στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-06/11-12/11/15)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.