Ελληνορωσικές σχέσεις και οικονομική κρίση.
ΤΟΥ ΠΕΡΙΚΛΗ ΝΕΑΡΧΟΥ*
Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα, στη Μόσχα συμπίπτει με την κορύφωση των διεργασιών και των διαπραγματεύσεων με τους Ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο για τη χαλάρωση της χρηματοδοτικής ασφυξίας που αντιμετωπίζει η χώρα. Η επίσπευση επίσης της επισκέψεως κατά έναν μήνα τη συνδέει εκ των πραγμάτων με τις διεξαγόμενες συζητήσεις με τους Ευρωπαίους εταίρους και την έκβασή τους.
Η συγκυριακή αυτή σύνδεση της επισκέψεως του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα με τις περιπέτειες... της οικονομικής κρίσεως δεν πρέπει να οδηγήσει στη σκέψη ότι αποκλειστικός ή κύριος λόγος της επιχειρούμενης νέας ωθήσεως στην ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων είναι η αντιμετώπιση του αδιεξόδου που δημιουργεί η επιμονή των εταίρων, με προεξάρχουσα τη Γερμανία, σε μια αποτυχημένη και καταστροφική πολιτική λιτότητας και Μνημονίων.
Προφανώς, αναπόσπαστο μέρος των στόχων της επισκέψεως είναι και η αντιμετώπιση της σημερινής κρίσεως και η εξασφάλιση εναλλακτικών δυνατοτήτων, που θα επιτρέψουν στην Ελλάδα να αποκρούσει απαράδεκτες απαιτήσεις και να διατηρήσει τις αναγκαίες «κόκκινες γραμμές» που οριοθετούν μια αλλαγή από τις προηγούμενες πολιτικές και την προοπτική μιας αναπτυξιακής πολιτικής.
Ζωτικής σημασίας δεσμός
Η Ρωσία, ανεξάρτητα από τη σημερινή οικονομική κρίση, είναι πολύ σημαντικός οικονομικός και στρατηγικός παράγων για την Ελλάδα και η ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων είναι επιβεβλημένη για τρεις βασικούς λόγους, που δεν αφορούν, άλλωστε, μόνο στην Ελλάδα.
Ο πρώτος είναι η μεγάλη συμπληρωματικότητα της ρωσικής οικονομίας προς την ελληνική. Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ενέργεια, στρατηγικές επενδύσεις, τουρισμό, αμυντικά οπλικά συστήματα. Η Ρωσία έχει ανάγκη από εισαγωγές γεωργικών και κτηνοτροφικών προϊόντων και από συνεργασίες σε ειδικευμένους τομείς. Η υποκατάσταση της ρωσικής αγοράς από άλλες δεν είναι εύκολη, όπως απεδείχθη μετά την επιβολή των ρωσικών αντιποίνων στις κυρώσεις κατά της Ρωσίας που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση, με αφορμή την Ουκρανία.
Η ελληνική γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή έχει υποστεί τεράστια πλήγματα από τις πολιτικές της παγκοσμιοποίησης που επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση και οι οποίες δημιουργούν συνθήκες άνισου και αθέμιτου ανταγωνισμού σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων και λιγότερο ανταγωνιστικών χωρών της ΕΕ. Εάν συνεχισθεί η πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας κατ' ευρωπαϊκή επιταγή, είναι προφανής ο κίνδυνος να οδηγηθούν σε καταστροφική κρίση και οι λίγοι τομείς πρωτογενούς παραγωγής που απέμειναν στη χώρα.
Η οικονομική συνεργασία δεν περιορίζεται, προφανώς, στις αμοιβαίες εισαγωγές και εξαγωγές. Υπάρχει, παραλλήλως ευρύ πεδίο συνεργασίας στους τομείς των επενδύσεων, της βιομηχανίας, της τεχνολογίας και της ενέργειας. Η παράμετρος αυτή της ελληνορωσικής συνεργασίας είναι πολύ σημαντική επίσης για την ανάπτυξη εναλλακτικών πολιτικών εθνικού συμφέροντος, που συγκροτούν μια στοιχειώδη εθνική αναπτυξιακή στρατηγική.
Ο δεύτερος λόγος είναι η στρατηγική ανάγκη στην οποία βρίσκεται η χώρα με τη συντελούμενη ανατροπή στην ισορροπία δυνάμεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, λόγω των γιγάντιων τουρκικών εξοπλισμών και της θεαματικής αναπτύξεως της τουρκικής πολεμικής βιομηχανίας. Η Ελλάδα μέχρι ακόμη τη δεκαετία του '90 διατηρούσε μια σχετική ισορροπία δυνάμεων με την Τουρκία και προσπαθούσε να συντηρεί ποιοτικό προβάδισμα στην Αεροπορία και το Ναυτικό. Δεν ήταν, π.χ., η ανισορροπία δυνάμεων και η τουρκική υπεροχή που οδήγησαν στο θλιβερό αποτέλεσμα των Ιμίων το 1996. Ήταν η ανεπάρκεια της πολιτικής ηγεσίας, παρά το γεγονός ότι η τουρκική Πολεμική Αεροπορία είχε προηγηθεί τότε στην απόκτηση των πυραύλων αέρος - αέρος αυξημένου βεληνεκούς τύπου Abraam και πυραύλων αντι-ραντάρ τύπου Harm.
Το μεγάλο εξοπλιστικό πρόγραμμα που εισήγαγε η Ελλάδα μετά τα Ίμια δεν είχε, δυστυχώς, τα αναμενόμενα αποτελέσματα τόσο σε ό,τι αφορά στην ισορροπία δυνάμεων όσο και σε ό,τι αφορά στην ανάπτυξη της ελληνικής πολεμικής βιομηχανίας. Η ελληνική εθνική άμυνα έγινε θύμα της πολιτικής ανεπάρκειας, της διαφθοράς, της ολιγωρίας σ' εγκληματικό βαθμό, πολιτικών ιδεοληψιών και της κομματοκρατίας, όπως και ολόκληρη η χώρα. Η Τουρκία κατόρθωσε να επιτύχει τον στρατηγικό σχεδιασμό που έλειψε από την Ελλάδα και να προωθήσει δυναμικά, στο πλαίσιο αυτό, μεγάλους εξοπλισμούς, που τροφοδότησαν όμως και έγιναν αφετηρία για την ανάπτυξη της πολεμικής της βιομηχανίας σε όλους τους τομείς.
Η αμυντική βιομηχανία έγινε η αιχμή του δόρατος για τη βιομηχανική και τεχνολογική ανάπτυξη της χώρας, με πολύ σημαντικές συνέπειες στη γενικότερη οικονομική της ανάπτυξη. Η αστρονομική άνοδος των τιμών των όπλων υψηλής τεχνολογίας καθιστά σκόπιμη και βιώσιμη την εγχώρια παραγωγή σε χώρες που έχουν ένα ορισμένο μέγεθος. Το κόστος, π.χ., του αμερικανικού αεροσκάφους 5ης γενεάς τύπου F-35 είναι πολύ πιο πάνω από 100 εκατ. ευρώ η μονάδα. Υπό τις συνθήκες αυτές, χώρες που έχουν το μέγεθος της Τουρκίας θεωρούν σκόπιμο να αναπτύξουν το δικό τους μαχητικό αεροσκάφος, σε συνεργασία και συμπαραγωγή με άλλες χώρες. Το ίδιο ισχύει και για άλλα όπλα και οπλικά συστήματα υψηλής τεχνολογίας.
Η Άγκυρα αποβλέπει στη μεγάλη μουσουλμανική αγορά, κατά πρώτο λόγο της Μέσης Ανατολής, η οποία εξελίσσεται σήμερα σε μια από τις σημαντικότερες του κόσμου. Οι τουρκικές εξαγωγές όπλων είναι περιορισμένες σήμερα (1,5 δισ. ευρώ περίπου). Η Άγκυρα όμως υπολογίζει ότι οι εξαγωγές της θα εκτοξευθούν μέχρι το 2022 σε 20 δισ. περίπου. Ο αριθμός αυτός μπορεί να είναι υπερβολικός και να μην υπερβεί στην πραγματικότητα τα 10 δισ. ευρώ. Ακόμη όμως κι αυτός είναι ενδεικτικός μιας αναπτυξιακής δυναμικής που επηρεάζει ολόκληρη την οικονομία και το επίπεδο αναπτύξεως.
Τι πρέπει να κάνει η χώρα
Η τουρκική επιτυχία δεν οφείλεται μόνο στη σταθερή τουρκική στρατηγική και στα μεγάλα οικονομικά ποσά που η Άγκυρα διαθέτει. Οφείλεται επίσης στο έλλειμμα στρατηγικής της ελληνικής πλευράς και στην εξοπλιστική αδράνεια και απραξία της τελευταίας δεκαετίας. Η απραξία αυτή είναι, μάλιστα, πιο επίμεμπτη γιατί είναι στην ημερήσια διάταξη η οριοθέτηση της ελληνικής Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, που καθιστά επιτακτική και εκ των ων ουκ άνευ την ύπαρξη μιας σχετικής αεροναυτικής ισορροπίας δυνάμεων.
Σύμβολα και εμβλήματα της απραξίας και της αμυντικής αμέλειας, σε υπερθετικό, μάλιστα, βαθμό, είναι οι γνωστές αγορές όπλων, χωρίς τη διασφάλιση παραλλήλως των πυρομαχικών τους ή άλλων συστημάτων, που είναι απαραίτητα για την επιχειρησιακή τους αξιοποίηση. Είναι επίσης τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας τύπου «Ωρίων», τα οποία παλαιότερος υπουργός Άμυνας απέσυρε χωρίς να έχουν εξαντλήσει την επιχειρησιακή τους ζωή και χωρίς να έχει μεριμνήσει για την αντικατάστασή τους. Είναι δυνατόν μια χώρα που αγωνίζεται να διαφυλάξει την κυριαρχία και τα δικαιώματά της από την τουρκική επιβουλή στο Αιγαίο να αποσύρει τα αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας και να εγκαταλείπει, μεταξύ άλλων, τον ναυτικό έλεγχο του Αιγαίου, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, στην Άγκυρα, που διαθέτει τα απαραίτητα αεροσκάφη;
Η αναφορά αυτού του θέματος έχει ιδιαίτερη σημασία γιατί ορισμένα κόμματα της αντιπολιτεύσεως, με προεξάρχον το Ποτάμι, στοχοποίησαν την απόφαση για την επαναφορά στην ενεργό υπηρεσία και τον εκσυγχρονισμό των πέντε αεροσκαφών τύπου «Ωρίων». Ποια είναι η θέση των κομμάτων αυτών για την άμυνα της χώρας; Πρέπει να παραμείνει η Ελλάδα χωρίς ικανότητα αποτροπής και άμυνας ώστε να εξαναγκασθεί να υποκύψει στους τουρκικούς εκβιασμούς και σε ενδεχόμενη ετεροβαρή «επιδιαιτησία»;
Είναι προφανές ότι, υπό τις συνθήκες αυτές η Ελλάδα πρέπει να ακολουθήσει πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική και να διασφαλίσει, μέσ' απ' αυτή, την ισορροπία δυνάμεων που είναι απαραίτητη για την εθνική της ασφάλεια. Η επίσκεψη του Έλληνα πρωθυπουργού στη Μόσχα είναι σημαντική και από την άποψη αυτή, ανεξαρτήτως του αν θα συζητηθούν συγκεκριμένα αμυντικά θέματα κατά τη διάρκειά της.
Είναι γνωστές οι αμερικανικές ενστάσεις και αντιθέσεις. Η Ελλάδα όμως έχει ανάγκη από τον ρωσικό στρατηγικό παράγοντα για να διασφαλίσει μια αναγκαία στρατηγική ισορροπία με την Τουρκία. Θα πρέπει για τον λόγο αυτό να επιμείνει προς αυτή την κατεύθυνση, στο πλαίσιο μιας εξισορροπητικής πολιτικής, προτάσσοντας το ζωτικό εθνικό της συμφέρον.
«Ναι» σε Ευρώπη συλλογικής ασφαλείας και συνεργασίας
Ο τρίτος λόγος για τον οποίο πρέπει να αναπτυχθούν οι ελληνορωσικές σχέσεις είναι η αποστασιοποίηση της Ελλάδος από μια πολιτική που έχει επιβληθεί στην Ευρώπη από παράλογους γεωπολιτικούς υπολογισμούς και ανταγωνισμούς, που θέτουν σε κίνδυνο την ειρήνη και τη συνεργασία στην Ευρώπη. Ο προσανατολισμός αυτός έρχεται σε ευθεία αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα αλλά και με τα καλώς νοούμενα ευρύτερα συμφέροντα της Ευρώπης.
Η Ελλάδα δεν είναι η μόνη χώρα που διαφωνεί με την πολιτική των κυρώσεων κατά της Ρωσίας. Η ίδια όμως πλήττεται αμεσότερα και σε μεγαλύτερο βαθμό από τις άλλες χώρες λόγω των οικονομικών αλλά και των στρατηγικών επιπτώσεων που έχουν για την ίδια και για τις οποίες έγινε λόγος παραπάνω. Η Ελλάδα, προασπίζοντας τα δικά της συμφέροντα, υπερασπίζει επίσης την ιδέα μιας άλλης Ευρώπης και μιας άλλης πολιτικής.
* Πρέσβεως ε.τ.
(ΕΠΙΚΑΙΡΑ-09-15/04/2015)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.