Ο συνδυασμός του τουρκικού εθνικισμού και του εξισλαμισμού δεν ήταν αρκετά για να ελεγχθεί η άνοδος του κοσμικού κουρδικού εθνικισμού, η οποία έγινε μια σοβαρή πρόκληση, αφότου το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ) ξεκίνησε την εξέγερσή του το 1984.
Στον απόηχο της Αραβικής Άνοιξης το 2011, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, τότε υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας και τώρα πρωθυπουργός, δεσμεύθηκε ότι η Τουρκία θα είναι ο «ρυθμιστής του παιχνιδιού» της Μέσης Ανατολής. Σήμερα, τέτοιες έννοιες μεγαλείου φαίνονται εξωφρενικές. Μετά τον βομβαρδισμό μιας στρατιωτικής φάλαγγας στην Άγκυρα στις 17 Φεβρουαρίου, για τον οποίο η τουρκική κυβέρνηση κατηγόρησε τις Μονάδες Προστασίας του Κουρδικού Λαού, ο Νταβούτογλου δήλωσε ότι τα τελευταία κουρδικά εδαφικά κέρδη στη Συρία κατά Ισλαμιστών ανταρτών όπως το Μέτωπο Al Nusra -αυτών που η Τουρκία αποκαλεί «μετριοπαθείς» εξεγερμένους- αντιπροσωπεύουν μια απειλή για την «επιβίωση του κράτους» της Τουρκίας. Η Άγκυρα προφανώς έχει αισθανθεί κατ΄ αυτόν τον τρόπο για κάποιο καιρό. Από πέρυσι, ο τούρκικος στρατός έχει μετατρέψει ης κουρδικές πόλεις στα νοτιοανατολικά της Τουρκίας σε ζώνες πολέμου, στην προσπάθειά του να εκδιώξει Κούρδους μαχητές που οχυρώθηκαν σε αυτές ης περιοχές.
Πιο πρόσφατα η Τουρκία μέχρι που άρχισε να επιτίθεται σε κουρδικές δυνάμεις στο βόρειο τμήμα της Συρίας. Η κατανόηση των φόβων της Τουρκίας -και των αντιδράσεών της σε αυτούς- απαιτεί μια ματιά στη μακρά ιστορία του εδάφους που καλύπτει. Η Τουρκική Δημοκρατία, που ιδρύθηκε το 1923, χτίστηκε σε αδύναμα θεμέλια: Σε όλη την ύπαρξή της, ο πληθυσμός της έχει χωριστεί εθνοτικά και κατά μήκος θρησκευτικών γραμμών. Όταν μελετάμε την Ανατολία, τη χερσόνησο που καλύπτει το 97% της Τουρκίας, βλέπουμε ότι ήταν δύσκολο να ενωθεί. Χρειάστηκαν δύο χιλιετίες -από την αρχαιότητα έως τη βυζαντινή εποχή- πριν από την υιοθέτηση μιας κοινής γλώσσας: Της ελληνικής. Χρειάστηκαν άλλα χίλια χρόνια πριν η ελληνιστική πλειοψηφία μετατραπεί σε τουρκική (από την άποψη της γλώσσας) και να υιοθετηθεί το Ισλάμ ως θρησκεία της. Η διαδικασία αυτή ξεκίνησε το 1071, όταν τουρκικά φύλα εισέβαλαν στην Ανατολία αφότου ο στρατός των Σελτζούκων νίκησε τον βυζαντινό στρατό στη μάχη του Μαντζικέρτ. Μετά από μερικούς αιώνες ακόμη, οι αυτόχθονες Χριστιανοί σταδιακά -αλλά σε μεγάλο βαθμό επιφανειακά- προσηλυτίστηκαν στο Ισλάμ, καθιστώντας την Ανατολία κατ' όνομα μουσουλμανική πλειοψηφία.
Οι εθνικιστικές ομάδες και οι δημοφιλείς θρησκευτικές αιρέσεις στην Ανατολία αντιστάθηκαν στις προσπάθειες διαδοχικών κρατών να επιβάλουν κεντρικό έλεγχο και πολιτιστική ομοιογένεια μέσω της ορθόδοξης θρησκείας. Μέχρι την ίδρυση της Τουρκίας, υπήρξαν μόνο δύο κράτη της Ανατολίας που ήλεγχαν το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου: Το πρώτο ήταν η Αυτοκρατορία των Χετταίων κατά τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., ενώ το δεύτερο ήταν το Σουλτανάτο των Σελτζούκων Τούρκων από τον 11ο μέχρι τον 13ο αιώνα. Το τελευταίο κατάφερε να κερδίσει μεγάλα τμήματα του ελληνόφωνου, χριστιανικού πληθυσμού των αγροτών, γιατί δεν επέβαλε μια ορθόδοξη θρησκεία. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έχασε την Ανατολία.
Οι ηγεμονίες στην Ανατολία μπήκαν επίσης σε μια σκληρή μάχη ενάντια στους Οθωμανούς, οι οποίοι κατέκτησαν την περιοχή κατά τον 15ο αιώνα. Ωστόσο, η Ανατολία συνέχισε να αντιστέκεται στον συγκεντρωτισμό και την επιβολή της θρησκευτικής ορθοδοξίας της αυτοκρατορίας.
Στην πραγματικότητα, η Οθωμανική Αυτοκρατορία σχεδόν κατέρρευσε στις αρχές του 17ου αιώνα, μετά από μια ιδιαίτερα επιθετική σειρά λαϊκών εξεγέρσεων στην Ανατολία. Οι εξεγέρσεις συνεθλίβησαν, αλλά η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των επαρχιών της Ανατολίας και της Κωνσταντινούπολης δεν τελείωσε ποτέ. Ο μετασχηματισμός της Ανατολίας στην καρδιά του τουρκικού έθνους-κράτους ήταν ακόμη πιο αιματηρός. Σης αρχές του 20ού αιώνα, το ένα πέμπτο του πληθυσμού στην Ανατολία -Αρμένιοι, Έλληνες και Ασσύριοι- παρέμενε Χριστιανικό. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία προέβη σε γενοκτονία ενάντια σε αυτές τις ομάδες και σε αναγκαστική μετανάστευσή τους για να δημιουργήσει μια ομοιογενή χώρα. Αλλά ακόμη και μεταξύ εκείνων που έμειναν, οι εθνοτικές και θρησκευτικές διαιρέσεις διατηρήθηκαν. Οι Κούρδοι και οι Αλεβίτες, μια ετερόδοξη μουσουλμανική μειονότητα που έχει καταπιεστεί επί αιώνες, έχουν αντισταθεί στην αφομοίωση.
Το τουρκικό κράτος, φοβούμενο μια κατάρρευση, προσπάθησε να καταστείλει την εναπομείνασα εθνοτική μειονότητά του, τους Κούρδους, είτε εκτοπίζοντάς τους εσωτερικά είτε με τη σφαγή τους, όπως έκανε το 1931 στην επαρχία Αgri και το 1937 και το 1938 στην επαρχία Dersim. Όχι απρόσμενα, η βάναυση πολιτική απέτυχε να επιφέρει την εθνική ομοιογένεια. Στη δεκαετία του 1980 ο στρατός, αφότου έστησε ένα πραξικόπημα για να συντρίψει την ανερχόμενη πολιτική αριστερά, έκανε μια ανανεωμένη προσπάθεια για την ενίσχυση τόσο του τουρκικού εθνικισμού όσο και του σουνιτικού Ισλάμ ως αντίδοτο σης αριστερές ιδέες. Το στρατιωτικό καθεστώς έκανε τη θρησκευτική εκπαίδευση υποχρεωτική και έχτισε τζαμί σχεδόν σε κάθε χωριό που δεν είχε ήδη ένα. Ωστόσο, ο συνδυασμός του τουρκικού εθνικισμού και του εξισλαμισμού δεν ήταν αρκετός για να ελεγχθεί η άνοδος του κοσμικού κουρδικού εθνικισμού, η οποία έγινε μια σοβαρή πρόκληση αφότου το Κουρδικό Εργατικό Κόμμα (ΡΚΚ) ξεκίνησε την εξέγερσή του το 1984.
(ΗΜΕΡΗΣΙΑ-08/03/2016)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα σχόλια δημοσιεύονται με μια καθυστέρηση και αφού τα δει κάποιος από τη διαχείριση και όχι για λογοκρισία αλλά έλεγχο για: μη αναφορά σε προσωπικά δεδομένα, τηλέφωνα, διευθύνσεις ή υβριστικά μηνύματα ή δεσμούς (Link) με σεξουαλικό περιεχόμενο.
Τα σχόλια, οι απόψεις των σχολιαστών δεν απηχούν κατ' ανάγκη τις απόψεις του ιστολογίου μας και δεν φέρουμε καμία ευθύνη γι’ αυτά.